ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΒΙΚΥ ΑΛΥΣΣΑΝΔΡΑΚΗ

[Photo από pastafloramag.gr]

 

ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΒΙΚΥ ΑΛΥΣΣΑΝΔΡΑΚΗ

 

Με τη Βίκυ «γνωριστήκαμε» στο Facebook, πριν από έξι περίπου χρόνια, με αφορμή την έκδοση του πρώτου βιβλίου μου. Από τότε, και κυρίως μετά τις μεταφράσεις των βιβλίων του Ράγκναρ Γιόνασον, έχουμε μιλήσει αρκετές φορές μόνο διαδικτυακά, αφού μένει μόνιμα στο εξωτερικό.

 

 

– Βίκυ, χαίρομαι που έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε, σχετικά με τη μεταφραστική δουλειά σου και την ισλανδική αστυνομική λογοτεχνία. Ας πούμε αρχικά για τους αναγνώστες που δεν ξέρουν πολλά για το «βιογραφικό» σου, ότι έχεις σπουδάσει Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και της Σορβόννης και, μετά από κάποια χρόνια, Σκανδιναβικές Γλώσσες και Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Είσαι πολύγλωσση, μεταφράζεις στα ελληνικά από τα τέλη της δεκαετίας του 2010 και η δουλειά σου, μέχρι τώρα, περιλαμβάνει σύγχρονη φινλαδική και ισλανδική ποίηση, την τριλογία του Γιόνασον και βιβλία της Σιγουρδαρντότιρ. Πώς αποφάσισες να στραφείς στις σπουδές των σκανδιναβικών γλωσσών και στη μετάφραση;

Αυτό είναι πολύ μεγάλη ιστορία! Ο Βορράς ήταν ένας γεωγραφικός και πολιτισμικός χώρος που πάντα μού ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία. Ίσως γιατί εμείς, οι Νότιοι, πιστεύουμε ότι είναι «πάρα πολύ μακριά από εμάς» τόσο γεωγραφικά, όσο και πολιτισμικά. Κι εμένα πάντα μού άρεσε να λύνω γρίφους �� Έτσι, μετά από ένα πρώτο ταξίδι μου στο Ελσίνκι όταν ήμουν είκοσι χρόνων, άρχισα να μαθαίνω φινλανδικά. Αυτή ήταν και η πρώτη βόρεια γλώσσα που έμαθα. Και, κατά σύμπτωση, και αυτή που δεν έχει καμιά σχέση με τις υπόλοιπες! Ως τότε, μιλούσα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και γερμανικά. Οι γλώσσες αυτές, ως ινδοευρωπαϊκές που είναι, δεν παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις από τα ελληνικά, ως προς τη δομή τους. Τα φινλανδικά είναι τελείως άλλο κεφάλαιο! Είναι φιννοουγγρική γλώσσα, με κοντινότερους συγγενείς της (ας πούμε ‘αδέρφια’) τα ουγγρικά και τα εσθονικά, και, λίγο πιο μακρινό της ‘ξάδερφο’ τα τουρκικά. Οι δομές της είναι τελείως διαφορετικές. Για να τη χειριστώ σωστά, έπρεπε να μάθω να σκέφτομαι διαφορετικά. Και τότε κατάλαβα πως, μαθαίνοντας μια άλλη γλώσσα, μαθαίνεις ταυτόχρονα κι έναν άλλο τρόπο σκέψης, μια διαφορετική φιλοσοφία ζωής.

Ύστερα από μερικά χρόνια, προσωπικές και επαγγελματικές επιλογές με έφεραν στη Νότια Σουηδία, όπου και έζησα τριάμισι χρόνια, βλέποντας από το παράθυρό μου τη «Γέφυρα». Ο λόγος τη γέφυρα του Έρεσουντ, που ενώνει πια τη Δανία με τη Σουηδία κι έγινε διάσημη από την υπέροχη αστυνομική σειρά Broen/Bron. Γυρίζοντας στη Γαλλία και, λόγω μιας ευτυχούς συγκυρίας, πήρα την απόφαση να ξαναρχίσω τις σπουδές μου και να γραφτώ στο τμήμα Σκανδιναβικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου. Στην αρχή, ούτε εγώ η ίδια δεν με είχα πάρει στα σοβαρά. Πόσο μάλλον οι άλλοι! Όμως αυτή ήταν και η πιο σωστή απόφαση που έχω πάρει ποτέ για τη ζωή μου. Ένιωθα να ξαναπιάνω τον εαυτό μου από εκεί που τον είχα αφήσει όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών και να τον εξελίσσω. Αυτή τη φορά όμως, όπως ήθελα μόνο εγώ.

Όσο για τη μετάφραση, νομίζω ότι δεν αποφάσισα εγώ ν’ ασχοληθώ μαζί της. Εκείνη ήρθε και με βρήκε ή ήταν πάντα μέσα μου, δεν ξέρω. Ακόμα κι όταν εργαζόμουν ως νομικός, η περισσότερη δουλειά που είχα ήταν κυρίως μεταφραστική ή δουλειά διερμηνείας. Επίσης, ερμήνευα πολύ συχνά συμβάσεις, νόμους και δικαστικές αποφάσεις σε άλλες γλώσσες. Η μετάφραση είναι το μόνο πράγμα που νιώθω ότι μπορώ να κάνω καλά! Στο τέλος των σπουδών μου στο τμήμα Σκανδιναβικών Γλωσσών, γνώρισα τον Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ (Eiríkur Örn Norðdahl), τον συγγραφέα του Κακού (Ιllska), του βιβλίου που με έκανε να ξαναγαπήσω το διάβασμα και τη σύγχρονη λογοτεχνία. Δύο μέρες μετά, βρήκα ένα μήνυμά του στο μέιλ μου, με το οποίο με ρωτούσε αν θα ήθελα να μεταφράσω μία ποιητική του συλλογή από τα ισλανδικά. Πάγωσα. Τα σύγχρονα ισλανδικά μου εκείνη την περίοδο ήταν για κλάματα! Αν έλεγα ναι, θα ένιωθα πέρα για πέρα μια απάτη! Όμως, παρ’όλα αυτά, για κάποιον περίεργο λόγο, δέχτηκα, αφού με διαβεβαίωσε κι εκείνος ότι θα με βοηθούσε. Ακόμα μία ευτυχής συγκυρία: την ίδια εποχή, έτυχε να γνωρίσω τον μελλοντικό συνάδελφο Σωτήρη Σουλιώτη, μεταφραστή από τα δανικά και τα λιθουανικά, που με γνώρισε στον Γιώργο Αλισάνογλου και τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Και κάπως έτσι, γεννήθηκαν τα δύο πρώτα μεταφραστικά «παιδιά» μου, το Νησί της Ξεγνοιασιάς (Hupisaarilla), του Φινλανδού Mikko Viljanen και η Μη Αναστρέψιμη Απώλεια Ψευδαισθήσεων (Óratorrek), του Eiríkur Örn Norðdahl.

Από ’κεί και πέρα, όλα πήραν τον δρόμο τους.

 

– Ανάμεσα στις δέκα σχεδόν γλώσσες που μιλάς είναι, εκτός από τα ισλανδικά, και τα μεσαιωνικά ισλανδικά. Πώς προέκυψε αυτό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γλώσσα, αλλά, όπως καταλαβαίνω, και γενικότερα για την κουλτούρα αυτής της χώρας; Μπορείς να μας πεις δυο λόγια για την Ισλανδία που έχεις επισκεφθεί τέσσερις (ή πέντε;) φορές;

 Θα σου απαντήσω με ένα σωρό ερωτήσεις: Φαντάσου πώς θα ήταν να ζεις πάνω σε ένα νησί γεμάτο ενεργά ηφαίστεια κοντά στον Βόρειο Πόλο. Φαντάσου να μην μπορείς να προβλέψεις ούτε τον καιρό, ούτε τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου καμία στιγμή. Φαντάσου να ζεις σε μία χώρα που δεν συνορεύει με καμία άλλη. Φαντάσου να ζεις σε έναν τόπο με μια φύση τόσο μαγική και τόσο απρόβλεπτη, που να μην σε αφήνει λεπτό να στρέψεις την προσοχή σας μακριά από αυτή. Πώς θα ένιωθες; Πώς θα ήταν οι σχέσεις σου με τους γείτονες και τους συμπατριώτες σου; Πώς φαντάζεσαι την κοινωνία που θα φτιάχνατε σε έναν τέτοιο τόπο; Πώς θα έβλεπες τους «ηπειρωτικούς» Ευρωπαίους;

 

– Ας έρθουμε στην αστυνομική λογοτεχνία. Έχεις μεταφράσει μέχρι τώρα, την τριλογία του Γιόνασον, με ηρωίδα τη Χούλντα, που τη θεωρώ καλύτερη από την προηγούμενη σειρά του με τον Άρνι, και δύο μυθιστορήματα της Σιγουρδαρντότιρ, ένα θρίλερ τρόμου και ένα αστυνομικό της σειράς με τον Χούλνταρ και τη Φρέιγια. Πρόκειται για έναν πολύ γνωστό συγγραφέα της νεότερης γενιάς και για την πιο διάσημη γυναίκα συγγραφέα της ισλανδικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ποιες ήταν οι εντυπώσεις σου από αυτά τα έργα και από τη δουλειά για τη μετάφρασή τους;

 Μέχρι τη στιγμή που μού ανατέθηκε η μετάφραση της τριλογίας του Γιόνασον, δεν είχα ασχοληθεί ποτέ ενδελεχώς με την αστυνομική λογοτεχνία. Φυσικά, είχα διαβάσει Άγκαθα Κρίστι και λίγο Ζορζ Σιμενόν, είχα γνωρίσει μέσω του προγράμματος των σπουδών μου (και κάπως…ακαδημαϊκά) το εμβληματικό δίδυμο των Sjöwall και Wahlöö, τον Stieg Larsson, τον Jo Nesbø, και τον Henning Mankell. Όμως, η αστυνομική λογοτεχνία δεν ήταν ένα είδος που με τραβούσε ιδιαίτερα. Όταν όμως έπεσε στα χέρια μου Το Σκοτάδι του Ράγκναρ Γιόνασον, άρχισα να βλέπω το αστυνομικό μυθιστόρημα με διαφορετική ματιά. Πιο βιωματική, λιγότερο επιδερμική, με περισσότερη…αγάπη. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι Το Σκοτάδι δεν έμοιαζε με κανένα άλλο σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα απ’ όσα είχε τύχει να διαβάσω ως τότε. Ίσως να οφείλεται στο ότι η κεντρική του ηρωίδα, η επιθεωρήτρια Χούλντα Χερμανσντόττιρ, ήταν γυναίκα…και μάλιστα μια πολυτραυματισμένη, ταλαιπωρημένη γυναίκα, αλλά ταυτόχρονα και μια χαρισματική αστυνομικός. Για μια τέτοια ηρωίδα, μια γυναίκα αναγνώστρια και μεταφράστρια, δεν μπορεί παρά να νιώσεις απίστευτη συμπάθεια.

Από την άλλη, τα μυθιστορήματα της Ύρσα έχουν μια άλλη, ιδιαίτερη ταυτότητα. Η συγγραφέας έχει έναν μοναδικό τρόπο να υφαίνει την πλοκή τους, να μας βάζει μέσα σ’ αυτά, δίνοντάς μας ακόμα και την πιο μικρή, την πιο -φαινομενικά- ασήμαντη λεπτομέρεια, να μπερδεύει το ρεαλιστικό με το μεταφυσικό στοιχείο, να μας κρατάει σε εγρήγορση και αγωνία, να μας…παγώνει το αίμα! Δεν πήρε τυχαία τον τίτλο της Βασίλισσας του ισλανδικού αστυνομικού. Η δουλειά για τη μετάφραση των έργων της Ύρσα είναι πολύ απαιτητική. Πολλές φορές, με πολλή επιστημονική και νομική ορολογία, με λεπτομέρειες που χρειάζονται πολύ ψάξιμο. Να φανταστείς, ένα βράδυ, πέρασα κάπου τρεις-τέσσερις ολόκληρες ώρες σε βιντεοκλήση με φίλη νομική σύμβουλο του ισλανδικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, για να εξακριβώσω τρεις σελίδες γεμάτες κείμενο με δικαστική και νομική ορολογία!

 

-Κατά τη διάρκεια της μετάφρασης είχες επικοινωνία με τους δύο συγγραφείς και αν ναι, πώς σου φάνηκε η συνεργασία μαζί τους;

Πάντοτε επιδιώκω να έχω επικοινωνία με τους εν ζωή συγγραφείς που μεταφράζω. Και ως τώρα, όλοι οι συγγραφείς και ποιητές που συνεργάστηκα ήταν όλοι πολύ πρόθυμοι να με βοηθήσουν, και άμεσοι στην ανταπόκρισή τους. Το ίδιο ισχύει και για τον Ράγκναρ και την Ύρσα. Ειδικότερα η Ύρσα ήταν πάντοτε στη διάθεσή μου, πάντοτε απαντούσε με χαρά στις ερωτήσεις μου, όποτε κι αν τής έγραφα, κι έχουμε αναπτύξει και μία προσωπική σχέση φιλίας, πέρα από τη συνεργασία μας!

 

-Οι ισλανδοί συγγραφείς αποτελούν μια ιδιαίτερη φωνή μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της βόρειας αστυνομικής λογοτεχνίας. Εκτός από τους παλαιότερους και καταξιωμένους, την τελευταία 15ετία έχουν εμφανιστεί, με επιτυχία στη διεθνή αγορά, αρκετοί νεότεροι (όπως ο Γιόνασον και η Λίλια Σιγουρδαρντότιρ, ενώ ταυτόχρονα μεταφράζονται στα αγγλικά και κάποιοι από τους «παλιούς», όπως η Στέλα Μπλούμκβιστ. Από την άλλη πλευρά, στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει βιβλία μόνο πέντε συγγραφέων (Ιντρίδασον, Θοράρινσον, Γιόνασον, Ύρσα, Εϊγισντότιρ). Θα σε ενδιέφερε να ασχοληθείς περισσότερο με το είδος και, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, να μεταφράσεις και άλλους; Και για να συμπληρώσω την ερώτηση, υπάρχουν, γενικότερα, ισλανδοί συγγραφείς, τους οποίους θα ήθελες να μεταφράσεις;

 Εννοείται! Θα το ήθελα πάρα πολύ. Κι αυτό γιατί, όπως είπες, οι ισλανδοί συγγραφείς αποτελούν μία εντελώς ιδιαίτερη φωνή μέσα στο γενικό τοπίο της βόρειας αστυνομικής λογοτεχνίας. Απ’ όσο γνωρίζω, στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί μόνο δύο-τρία μυθιστορήματα του Άρτναλντουρ Ίντριδασον. Είναι κρίμα που δεν έχουμε περισσότερες μεταφράσεις του έργου αυτού του πραγματικά αξιόλογου και πρωτοπόρου συγγραφέα. Εάν γινόταν, θα ήθελα να μεταφράσω περισσότερα έργα του! Επίσης, εδώ και καιρό, προσπαθώ να συστήσω στους εκδότες την Λίλια Σίγουρδαρντόττιρ[1]! Ελπίζω κάποια μέρα να ευοδωθούν οι προσπάθειές μου! Τέλος, πριν από κάποια χρόνια, έπεσε στα χέρια μου ένα ιδιότυπο ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα του Γκβούδμουντουρ Άντρι Θόρσον, που στα ισλανδικά λεγόταν Sæmd (Tιμή) και στα γαλλικά μεταφράστηκε ως L’Affaire Benedikt Gröndal (Η Υπόθεση Μπένεντικτ Γκρένταλ), που το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον και θα ήθελα να μεταφράσω.

 

-Ανάμεσα στις σκανδιναβικές αστυνομικές τηλεοπτικές σειρές με επιτυχημένη διεθνή πορεία, βρίσκουμε αρκετές ισλανδικές παραγωγές ή συμπαραγωγές, κάποιες γνωστές και στην Ελλάδα, όπως Trapped και Entrapped, Katla, The Valhalla Murders κλπ. Έχεις παρακολουθήσει τέτοιες σειρές και θα μπορούσες να συστήσεις κάποιες σε όσους/ες ενδιαφέρονται;

Ναι, έχω παρακολουθήσει τις σειρές. Βρήκα πολύ καλό το Trapped και το The Valhalla Murders. Το Katla ήταν κάπως ιδιαίτερο, κάπως διαφορετικού είδους, με πολλά μεταφυσικά στοιχεία, και δεν ήταν ακριβώς το είδος που με τρελαίνει. Όμως, για τους λάτρεις του θρίλερ, το συστήνω ανεπιφύλακτα. Πολύ καλογυρισμένη σειρά, με πολλά καλά στοιχεία.

 

– Από τη μέχρι τώρα εμπειρία σου τι εικόνα έχεις σχηματίσει για την κατάσταση στον χώρο της μετάφρασης στην Ελλάδα και για τη θέση των μεταφραστών;

Αν και δεν είμαι καθόλου νέα, είμαι πολύ καινούργια στον χώρο. Έτσι, νιώθω ότι δεν μπορώ να συγκρίνω πολύ το τωρινό τοπίο με αυτό των προηγούμενων ετών. Αυτό που καταλαβαίνω, όμως, είναι ότι στην Ελλάδα αρχίζουμε και έχουμε όλο και περισσότερους πολύ αξιόλογους μεταφραστές, και μάλιστα όλο και περισσότερους μεταφραστές από πιο ‘σπάνιες’ και ‘μικρές’ γλώσσες. Έτσι, όλο και περισσότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, παρουσιάζονται στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό απευθείας από την πρωτότυπη γλώσσα, χωρίς την ανάγκη ‘γλώσσας-γέφυρας’, μιας πιο διαδεδομένης γλώσσας, που να παίζει τον ρόλο του ‘μεσολαβητή’ ανάμεσα στη γλώσσα του πρωτοτύπου και τα ελληνικά. Με αυτόν τον τρόπο, νομίζω, τα τελευταία χρόνια ο ρόλος του μεταφραστή αρχίζει και γίνεται ολοένα και πιο ‘ορατός’. Αρχίζουμε σιγά-σιγά να διαβάζουμε κριτικές μετάφρασης, τα ονόματα των μεταφραστών αναφέρονται στις παρουσιάσεις των βιβλίων, οι μεταφραστές καλούνται να μιλήσουν για τα έργα που μεταφράζουν, αρχίζει και υπάρχει ένα πιο γενικευμένο ενδιαφέρον για τη δουλειά του μεταφραστή και τον ρόλο του ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Κι αυτό, μόνο καλό μπορεί να κάνει!

 

-Αν δεν κάνω λάθος είσαι η μόνη μεταφράστρια ισλανδικών στην Ελλάδα. Μπορείς να μας αποκαλύψεις κάτι για τα μελλοντικά μεταφραστικά σου σχέδια;

Αχ, μην το λες έτσι! Τρομάζω!

Τα μεταφραστικά σχέδια στον τομέα της αστυνομικής λογοτεχνίας συνεχίζονται ακάθεκτα. Όμως, παράλληλα και σιγά-σιγά, έχω σκοπό να συστήσω στο κοινό και άλλους ισλανδούς συγγραφείς που δεν γράφουν αστυνομική λογοτεχνία!

 

-Σε ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση και ελπίζω να μας δοθεί η ευκαιρία να τα πούμε πιο αναλυτικά κι από κοντά.

Εγώ ευχαριστώ κι εύχομαι να τα πούμε πολύ σύντομα.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η Lilja Sigurðardóttir είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον μου, από τότε που διάβασα το πρώτο αστυνομικό της μυθιστόρημα στα αγγλικά, γι’ αυτό και κάναμε μια συνέντευξη (τη μοναδική σε ελληνικό μέσον), πριν από πέντε χρόνια [βλ. εδώ]. Για τη συγγραφέα βλ. και Οδηγός για τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία. Στα αγγλικά κυκλοφορούν τα βιβλία της Snare, Trap, Cage (τριλογία Reykjavik Noir), το αυτόνομο Betrayal και τέσσερα από τη σειρά Áróra Investigation, τα Cold as Hell, Red as Blood, White as Snow, Dark as Night.

Ο ΝΕΣΜΠΕ, ΑΚΟΜΗ, ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ(;) [Με ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ «ΝΥΧΤΟΣΠΙΤΟ»].

nyxtospitoΟ Νέσμπε, ακόμη, σε σταυροδρόμι (;)

Με αφορμή το Νυχτόσπιτο

 

Πριν από πέντε χρόνια είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό πολάρ (5, Δεκέμβριος 2019, σ.18-19) ένα κείμενό μου, με τίτλο παρόμοιο με αυτής της ανάρτησης [βλ. εδώ], το οποίο έκλεινε με μια διαπίστωση και ένα ερώτημα: «Φαίνεται ότι μετά το Μαχαίρι, ο ήρωας και ο δημιουργός του βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι και το ερώτημα είναι τι θα συμβεί στη συνέχεια […] Θα μπορέσει ο Νέσμπε να κάνει μία ‘επανεκκίνηση’ του Χόλε, και αν ναι, πόσο πειστική θα είναι η ‘επιστροφή’ του;».

Κατά την παραμονή του σε αυτό το «σταυροδρόμι», ο συγγραφέας έγραψε ένα αυτόνομο μυθιστόρημα (Βασίλειο), δύο συλλογές ιστοριών (Ο άρχοντας της ζήλειας και Το νησί των αρουραίων), και κατόπιν φάνηκε ότι επιστρέφει στον δρόμο της σειράς με τον διάσημο ήρωά του, με το Ματωμένη Σελήνη (2023). Και ενώ αναμενόταν να συνεχίσει να βαδίζει μαζί με τον Χάρι, έρχεται το αυτόνομο Νυχτόσπιτο (μτφ. Γ. Κονδύλης, Μεταίχμιο, 2024), που κυκλοφόρησε στη χώρα μας πριν από λίγο καιρό. Το Νυχτόσπιτο διαφέρει σημαντικά από όλα τα προηγούμενα (αστυνομικά, αλλά και παιδικά) του συγγραφέα, αφού είναι το πρώτο του «μυθιστόρημα τρόμου», και γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα αποτελέσει αντικείμενο  σχολιασμού σε αυτό το μπλογκ, το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με τα σκανδιναβικά αστυνομικά. Ωστόσο, αποτελεί και αυτό «βήμα» στην πορεία που ακολουθεί ο Νέσμπε παράλληλα με τη σειρά του Χόλε και σε αυτό το πλαίσιο κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε σε αυτό.

Καταρχάς να σημειώσουμε ότι ο Νέσμπε έχει δείξει τα τελευταία χρόνια πως δεν διστάζει να πειραματιστεί με διάφορα λογοτεχνικά είδη και υποείδη, όπως γίνεται φανερό κυρίως στα διηγήματα της συλλογής Το Νησί των αρουραίων, στα οποία υπάρχουν στοιχεία δυστοπίας ή/και επιστημονικής φαντασίας. Στην περίπτωση του Νυχτόσπιτου, ο πειραματισμός αυτός τον μεταφέρει για πρώτη φορά σε άλλο είδος, πολύ διαφορετικό από το αστυνομικό. Όμως, εκτός από αυτό, για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μπορούν να γίνουν και κάποιες άλλες παρατηρήσεις (αρκετά από τα παρακάτω περιλαμβάνονται και στην κατατοπιστική εισαγωγή του Γρηγόρη Κονδύλη). Ενδεικτικά:

 

-η ιστορία τοποθετείται εξ ολοκλήρου εκτός Βόρειων χωρών, σε τόπο που σαφέστατα παραπέμπει σε μια (φανταστική) περιοχή των ΗΠΑ. Ωστόσο, το «σκανδιναβικό στοιχείο» είναι παρόν, τόσο στα επώνυμα κεντρικών χαρακτήρων (Χάνσεν, Γιούνασον) όσο και σε τοπωνύμια (Σπάϊλσκούγκεν – δάσος κατόπτρων, βλ. π.χ. σ. 131) ενώ γίνεται αναφορά και στο «σπιτίσιο ακβαβίτ»[1] (σ. 198),

-για πρώτη φορά εντοπίζονται, σε τέτοια έκταση, στη γραφή του Νέσμπε ένα «παιχνίδι» με τις λέξεις και ένας «διάλογος» του συγγραφέα με πολλά λογοτεχνικά έργα, αλλά και κινηματογραφικές ταινίες. Το πρώτο «νέο» χαρακτηριστικό είναι φανερό τόσο στον τίτλο του αναμορφωτηρίου Ορτποτάκ (αντεστραμμένη η λέξη «κάτοπτρο»), όσο και, κυρίως, στο ονοματεπώνυμο Richard Elauved που επιλέγει ο κεντρικός χαρακτήρας για τον μυθιστορηματικό ήρωά του (θεωρούσα ότι το επίθετο αποτελούσε αναγραμματισμό του «devalued»/«υποτιμημένος», αλλά τελικά έκανα λάθος, όπως αποκαλύπτεται από την «αποκρυπτογράφηση» του ονοματεπωνύμου, αρκετά αργότερα στο βιβλίο -σ. 184). Σχετικά με το δεύτερο χαρακτηριστικό, ο Νέσμπε μάς είχε συνηθίσει στα μυθιστορήματά του μέχρι τώρα στις πολλές «μουσικές» αναφορές (κυρίως σε ροκ τραγουδιστές, συγκροτήματα και τίτλους τραγουδιών). Στο Νυχτόσπιτο, από την άλλη, υπάρχει ένα πλήθος άμεσων ή έμμεσων αναφορών, ίσως ως φόρος τιμής, τόσο σε λογοτεχνικά έργα και συγγραφείς, όσο και σε κινηματογραφικές ταινίες. Εντελώς ενδεικτικά σημειώνουμε τη σειρά Ανατριχίλες (Goosebumps)[2] του Ρόμπερτ Στάιν, τη Μεταμόρφωση του Κάφκα, τα έργα του Στίβεν Κινγκ (ιδιαίτερα το It /Το Αυτό), τον Άρχοντα των μυγών του Ουίλιαμ Γκόλντιν, το The Black Phone του Τζο Χιλ, αλλά και το The Birds του Χίτσκοκ (στη σκηνή της επίθεσης στον Ρίτσαρντ, στην οποία τα τζιτζίκια με τα κόκκινα μάτια αντικαθιστούν τα πουλιά, σ. 64-66) και το Night of the Living Dead, όχι μόνο με τη συχνή εμφάνιση της Πόντιακ λε Μαν[3], αλλά και με την αναφορά στην ίδια την ταινία (σ. 35, 176).

 

Ο Νέσμπε χρησιμοποιεί εδώ αυτά τα νέα στοιχεία, μαζί με «εργαλεία» που γνωρίζει πολύ καλά, όπως οι ανατροπές και η σταδιακή δημιουργία έντασης. Γράφει ένα μυθιστόρημα, το πρώτο μέρος του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα (προσχέδιο για) «εφηβικό μυθιστόρημα τρόμου», ενώ η υπόθεση ανατρέπεται στο δεύτερο μέρος, για να ανατραπεί εκ νέου στο τρίτο, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Την απάντηση για το αν οι πειραματισμοί του με το μυθιστόρημα τρόμου είναι επιτυχείς θα τη δώσουν οι μελετητές του είδους.

 

Από τη σκοπιά που ενδιαφέρει εμάς, φαίνεται ότι ο Νέσμπε παραμένει στο «σταυροδρόμι», και κάνει βήματα (περισσότερο ή λιγότερο δημιουργικά και ενδιαφέροντα) μπρος-πίσω σε διάφορες κατευθύνσεις, ενώ φαίνεται ότι ακόμη προβληματίζεται για το μέλλον του Χόλε.

Ο Γρηγόρης Κονδύλης κλείνει την εισαγωγή του στο βιβλίο γράφοντας ότι οι αναγνώστες που μπορούν να αποδεχτούν ότι ένα ακουστικό τηλεφώνου έχει τη δυνατότητα να καταβροχθίσει ένα αγόρι, σίγουρα θα απολαύσουν το Νυχτόσπιτο (σ. 11).

Εμείς, όπως πολλοί άλλοι αναγνώστες του συγγραφέα, περιμένουμε τι θα αποφασίσει να κάνει κυρίως με τη σειρά του Χόλε αλλά και, γενικότερα, με την πορεία του στο αστυνομικό μυθιστόρημα.

 

 

*Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ για το αντίτυπο του βιβλίου

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Akvavit [akevitt νορβηγικά]: Αλκοολούχο ποτό που παράγεται κυρίως στη Σκανδιναβία, με απόσταξη από δημητριακά ή πατάτες, αρωματισμένο από ποικιλία βοτάνων.

[2] Σχεδόν όλα τα βιβλία της σειράς τρόμου για εφήβους Ανατριχίλες κυκλοφορούν στα ελληνικά από διάφορες εκδόσεις (τα 50 από τον ΚΕΔΡΟ)

[3] Το αυτοκίνητο Πόντιακ λε Μαν, μοντέλο του 1967 της γνωστής αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, εμφανίζεται στην εναρκτήρια σκηνή της κινηματογραφικής ταινίας Night of the Living Dead (1968) του Τζορτζ Ρομέρο, η οποία όρισε το υποείδος ταινιών τρόμου με ζόμπι.

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

bjork - hitraΤο νησί του Βορρά (Hitra)

του Samuel Bjørk (μτφ. Δ. Παπαγρηγοράκη)

Διόπτρα, 2024

 

 

Το Νησί του Βορρά (Hitra), το πέμπτο βιβλίο της σειράς του συγγραφέα με κεντρικούς χαρακτήρες τη Μία και τον Χόλγκερ, εκδόθηκε στη Νορβηγία το 2023, δύο χρόνια μετά από το Σκοτεινό Χιόνι [εδώ].

 

 

Η ερευνήτρια Μία Κρούγκερ, μετά την απόφασή της να εγκαταλείψει τη δουλειά της στην αστυνομία, αποσύρεται στο ειδυλλιακό νορβηγικό νησί Χίτρα [1], εκεί όπου στο παρελθόν είχε πάει για να βάλει τέλος στη ζωή της [2]. Η Μονάδα Εξιχνίασης Ανθρωποκτονιών, στην οποία συμμετείχε, υπό τη διεύθυνση του μέντορά της Χόλγκερ Μουνκ είναι υπό διάλυση, και η Μία, τσακισμένη από όσα έχει ζήσει, αρχίζει να σκέφτεται μία ήρεμη, κανονική ζωή. Όταν, όμως, η Σοφία, ένα εντεκάχρονο κορίτσι από την περιοχή, ζητά τη βοήθειά της για να ανακαλύψει τι έχει συμβεί στον φίλο της, τον Γιουνάταν, που εξαφανίστηκε χωρίς ίχνη πριν από τρία χρόνια, η Μία δεν μπορεί να αρνηθεί. Έτσι, απευθύνεται στον μοναδικό τοπικό αστυνομικό, τον Λούκα Έρικσεν, για να μάθει περισσότερα σχετικά με την υπόθεση.

Και ενώ αρχίζει να μελετά τα στοιχεία και το ενδιαφέρον της για την ανεξιχνίαστη εξαφάνιση αυξάνεται, μία έφηβη βρίσκεται βάναυσα δολοφονημένη και το όνομα του Γιουνάταν είναι γραμμένο με αίμα σε μια κούπα δίπλα της. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, και μετά από υπόδειξη της Μία, ο Χόλγκερ Μουνκ καλείται από τους προϊστάμενους να αναλάβει την έρευνα και τίθεται επικεφαλής των αστυνομικών που φθάνουν από τις γύρω περιοχές.

Ο Χόλγκερ και η Μία αντιμετωπίζουν και πάλι μια υπόθεση που αποδεικνύεται πιο δύσκολη και περίπλοκη από ό,τι θα μπορούσαν να φανταστούν, αυτή τη φορά σε μια μικρή κοινότητα όπου πίσω από τη χαλαρή καλοκαιρινή ατμόσφαιρα και την όμορφη φύση, κρύβονται σκοτεινά μυστικά και πολλοί θα μπορούσαν να είναι ένοχοι για τα εγκλήματα.

 

Οι δύο, γνωστοί μας πια, κεντρικοί χαρακτήρες, η Μία, που τώρα προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές του παρελθόντος και σχεδιάζει να «επανέλθει στην κανονικότητά» της και να ασχοληθεί με αναρριχήσεις και καταδύσεις, και ο Μουνκ, που αντιμετωπίζει προβλήματα με την προσωπική του ζωή και με τη διάλυση της ομάδας του, εξελίσσονται συνεχώς και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όμως, ο Bjørk έχει κάνει καλή δουλειά και με τους πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες του, διαφόρων ηλικιών, που απεικονίζονται ρεαλιστικά, συμπεριφέρονται και σκέφτονται ως «ζωντανοί» άνθρωποι. Η Σοφία, ο τοπικός αστυνομικός, η αδελφή του μικρού Γιουνάταν και φίλη της κοπέλας που δολοφονήθηκε, οι ερευνητές της αστυνομίας που φθάνουν για να βοηθήσουν, η χήρα του παλιού ιερέα και ο νέος εφημέριος, ο ψυχολόγος που εργάζεται στην περιοχή, οι παραβατικοί νεαροί του νησιού, οι γιοι του πολυεκατομμυριούχου που έχει αποκτήσει την περιουσία του από τη βιομηχανία εκτροφής σολομού, ο «τρελός του χωριού» που περιμένει να τον πάρει ένα UFO, συνθέτουν ένα σύνολο χαρακτήρων τους οποίους ο συγγραφέας ενσωματώνει με επιτυχία στην ιστορία και χειρίζεται με επιδεξιότητα.

 

Στο βιβλίο υπάρχουν πολλά, σύντομα κεφάλαια με cliffhangers, στα οποία προσφέρονται συνεχώς νέα στοιχεία, που «αναγκάζουν» τον αναγνώστη να ξανασκεφτεί την πιθανή λύση της υπόθεσης. Η πλοκή είναι πολύ καλή από την αρχή μέχρι το τέλος, από νωρίς φαίνεται ότι εξελίσσονται παράλληλα διάφορες ιστορίες, στις οποίες εμπλέκονται πολλά άτομα, και αυτός ο μεγάλος αριθμός χαρακτήρων αυξάνει την αβεβαιότητα για την ταυτότητα των πιθανών δραστών.

Το μυθιστόρημα ασχολείται κυρίως με την αστυνομική έρευνα, γι’ αυτό και στο μεγαλύτερο μέρος του ο ρυθμός δεν είναι γρήγορος και απουσιάζουν εντυπωσιακές σκηνές δράσης. Ωστόσο, ο Bjørk κατορθώνει να δημιουργεί μια, αρχικά υπόγεια, ένταση που κλιμακώνεται για να κορυφωθεί στο τέλος.

 

Το Νησί του Βορρά σιγά-σιγά ελκύει και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Είναι ένα συναρπαστικό, έντονο μυθιστόρημα στο οποίο τίποτε δεν είναι ξεκάθαρο, και η λύση του μυστηρίου έρχεται μετά από εκπλήξεις και ανατροπές στις τελευταίες σελίδες. Ίσως το καλύτερο βιβλίο του Bjørk μέχρι τώρα.

 

 

*Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ για το αντίτυπο του βιβλίου.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Το Χίτρα είναι το μεγαλύτερο νησί σε ένα σύμπλεγμα εκατοντάδων νησιών, νησίδων, βραχονησίδων, στην επαρχία Τρέντελαγκ κοντά στο Τρόντχαϊμ. 

[2] Βλ. S. Bjørk, Παγωμένος Άγγελος (μτφ. Κ. Γλυνιαδάκη), Διόπτρα 2015.

ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

motte_to_agistro_tou_thanatouΤο άγκιστρο του θανάτου

των Anders de la Motte και Måns Nilsson (μτφ. Ξ. Παγκαλιάς)

Κέδρος, 2024

Το Άγκιστρο του θανάτου (Döden går på visning, 2021) είναι το πρώτο βιβλίο ενός νέου συγγραφικού ντουέτου στη σουηδική αστυνομική λογοτεχνία που αποτελείται από τον Anders de la Motte και τον Måns Nilsson. Ο de la Motte, που μας έχει δώσει τρεις επιτυχημένες σειρές μέχρι σήμερα, είναι ένας από τους πιο γνωστούς σουηδούς συγγραφείς της τελευταίας 15ετίας, με τον οποίο έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές εδώ. Σε αυτό το μυθιστόρημα συνεργάζεται για πρώτη φορά με άλλον συγγραφέα, τον Nilsson, που μέχρι τώρα είχε καριέρα ως σεναριογράφος, παρουσιαστής τηλεοπτικών εκπομπών, συγγραφέας παιδικών βιβλίων και κωμικός. Η συνεργασία αυτή συνεχίζεται και στο δεύτερο βιβλίο της σειράς Φόνοι στο Εστερλέν, το Ett fynd att dö för που εκδόθηκε στη Σουηδία το 2022 (τα δικαιώματα και γι’ αυτό το βιβλίο έχουν αγοραστεί για τη χώρα μας από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ).

Ο Πέτερ Βίνστον, επιθεωρητής της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών στη Στοκχόλμη, και ένας από τους καλύτερους ερευνητές δολοφονιών της χώρας, έχει αναγκαστεί να πάρει  αναρρωτική άδεια λόγω λιποθυμικών συμπτωμάτων, άγνωστης προς το παρόν αιτίας. Τώρα βρίσκεται στο παραθαλάσσιο Εστερλέν της νότιας Σουηδίας, για να ξεκουραστεί και να γιορτάσει τα δέκατα έκτα γενέθλια της κόρης του, η οποία μένει εκεί με τον πατριό της και την πρώην σύζυγο του Πέτερ.

Όμως προτού προλάβει καλά-καλά να εγκατασταθεί, ένα αναπάντεχο γεγονός έρχεται να ταράξει την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του χωριού. Η επιχειρηματίας, μεσίτρια και τηλεοπτική διασημότητα Γέσι Άντερσον βρίσκεται νεκρή σε μια πολυτελή βίλα  που προόριζε για πώληση. Όλα δείχνουν πως πρόκειται για ατύχημα, όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί ο φόνος, αφού η Άντερσον είχε δημιουργήσει πολλούς εχθρούς εξαιτίας των σχεδίων της για τη δημιουργία ενός σύγχρονου, πολυτελούς οικιστικού συγκροτήματος που θα απέκλειε την ελεύθερη πρόσβαση στη θάλασσα και θα αλλοίωνε την αρχιτεκτονική της περιοχής.

Την υπόθεση αναλαμβάνει η βοηθός επιθεωρητή της τοπικής αστυνομίας, Τούβε Έσπινγκ, μια νέα, φιλόδοξη αστυνομικός, ενώ ο Πέτερ, παρά τις αντιρρήσεις της πρώην συζύγου του, του προϊσταμένου του στη Στοκχόλμη, αλλά και της ίδιας της Τούβε, αποφασίζει να ασχοληθεί με την εξιχνίαση του θανάτου. Και καθώς η αστυνομική έρευνα προχωρεί, ανατρέπει τις ισορροπίες της ειρηνικής κοινότητας και φέρνει στην επιφάνεια μυστικά των κατοίκων της.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι ένα «αταίριαστο δίδυμο» ερευνητών, ντουέτο που έχουμε συναντήσει σε πολλά αστυνομικά. Από τη μια πλευρά έχουμε τον Πέτερ Βίνστον, έναν έμπειρο, ιδιαίτερα ικανό αστυνομικό, που στην πραγματικότητα αναγκάζεται να κάνει διακοπές λόγω των προβλημάτων άγχους που αντιμετωπίζει. Είναι ένας πολύ σχολαστικός ερευνητής, και λίγο παράξενος χαρακτήρας, που με τα ωραία, ακριβά κοστούμια και τις ιδιορρυθμίες του θα ταίριαζε, ίσως, σε προηγούμενες δεκαετίες. Από την άλλη, την Τούβε, τη νεαρή, ελαφρώς χαοτική ντετέκτιβ, που γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή και τους ανθρώπους της και ψάχνει την ευκαιρία να αποδείξει την αξία της και να λύσει την υπόθεση χωρίς την, ενίοτε ενοχλητική, παρουσία του πολύπειρου, ελαφρώς σνομπ «πρωτευουσιάνου» συναδέλφου της. Δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες που, ωστόσο, αλληλοσυμπληρώνονται με επιτυχία από τους συγγραφείς.

Οι πολλοί δευτερεύοντες χαρακτήρες, από τον Λ-Γ Ούλοφσον, που ασχολείται περισσότερο με τα μελίσσια του παρά με τη δουλειά του ως διευθυντής της τοπικής αστυνομίας, μέχρι τον παλιό ηθοποιό Γιαν- Έρικ και τον σύζυγό του Αλφρέντο, πρώην καλλιτέχνη σε τσίρκο, αν και κάπως στερεοτυπικοί, είναι αρκετά καλοδουλεμένοι, με ξεκάθαρα χαρακτηριστικά, αναλλοίωτα μέχρι το τέλος της ιστορίας.

Ο τρόπος γραφής των συγγραφέων είναι ευχάριστος, με πολλά, μάλλον σύντομα κεφάλαια. Η αφήγηση γίνεται από διαφορετικές οπτικές γωνίες, και η πλοκή εστιάζεται κυρίως στην έρευνα. Οι ζωντανές, λεπτομερείς περιγραφές του Εστερλέν και των χαρακτήρων των κατοίκων του, μαζί με τη ζεστή ατμόσφαιρα, αναπληρώνουν την έλλειψη έντασης και εκρηκτικής δράσης.

Στη συνέντευξη που μας είχε δώσει ο de la Motte, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το συγκεκριμένο βιβλίο, είχε πει: «Πάντα μου άρεσαν οι ιστορίες μυστηρίου με φόνους, τα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι ήταν, ίσως, τα πρώτα για ενήλικες που διάβασα, και όταν ο Måns πρότεινε να προσπαθήσουμε να γράψουμε κάτι τέτοιο μαζί, ενθουσιάστηκα. […] Τα μυθιστορήματα μυστηρίου με φόνους έχουν να κάνουν με την πλοκή και το μυστήριο, οι χαρακτήρες είναι ελαφρώς υπερβολικοί και ο ρυθμός έχει μικρή σημασία, οπότε αυτός ήταν ένας νέος τρόπος γραφής για μένα. Επίσης, η γλώσσα είναι λίγο διαφορετική και οι ιστορίες περιέχουν επίσης μια μικρή δόση βρετανικού χιούμορ […] Διασκεδάσαμε πολύ όταν γράφαμε, αν και για να είμαι σαφής, δεν πρόκειται για κωμωδίες, αλλά για κλασικές υποθέσεις μυστηρίου με φόνο».

Όντως, τα παραπάνω ισχύουν απολύτως για το Άγκιστρο του θανάτου, ένα ενδιαφέρον, ευκολοδιάβαστο cozy crime μυθιστόρημα, στο οποίο φαίνεται ότι οι συγγραφείς έχουν μελετήσει προσεκτικά το whodunit και παραμένουν πιστοί σε αυτό. Άλλωστε, ο πάντα καλοντυμένος Πέτερ Βίνστον μας θυμίζει τον λόρδο Πίτερ Γουίμζι της Ντόροθι Σέγιερς, η επίδραση της βρετανικής τηλεοπτικής σειράς Midsomer Murders είναι περισσότερη από φανερή,  ενώ δεν λείπουν οι αναφορές σε βιβλία της Άγκαθα Κρίστι (σ. 248, 400).

Ο Anders de la Motte μας έχει δείξει με τη μέχρι τώρα πορεία του ότι μπορεί να ασχολείται επιτυχημένα με διαφορετικά υποείδη του αστυνομικού και το Άγκιστρο του θανάτου, έρχεται να πιστοποιήσει αυτή την ιδιαίτερη, σημαντική ικανότητα του συγγραφέα. Περιμένουμε το δεύτερο βιβλίο από τους Φόνους στο Εστερλέν και δεν βλέπουμε την ώρα να κυκλοφορήσουν στα ελληνικά τα δύο (προς το παρόν) μυθιστορήματα με τη νέα του πρωταγωνίστρια, την επιθεωρήτρια Λέο Άσκερ.

*Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ για το αντίτυπο του βιβλίου.

Η ΕΚΔΡΟΜΗ

Η εκδρομήΗ εκδρομή (Sarek)

του Ulf Kvensler (μτφ. Α. Νάτση)

Ψυχογιός, 2024

 

 

Ο Ulf Kvensler έχει μια μακρά και επιτυχημένη καριέρα ως σεναριογράφος, σκηνοθέτης και γενικός διευθυντής παραγωγής πολλών επιτυχημένων, στη Σουηδία, τηλεοπτικών σειρών. Το μυθιστόρημα Η εκδρομή (Sarek, 2022) είναι το πρώτο του και κέρδισε το 2022 το βραβείο της Σουηδικής Εταιρείας Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας για το καλύτερο αστυνομικό πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Το δεύτερο αυτόνομο βιβλίο του, το Brandmannen, κυκλοφόρησε στη Σουηδία το 2023.

 

 

Κάθε χρόνο, μια παρέα τριών φίλων, η Άννα, ο αρραβωνιαστικός της, ο Χένρικ, και η Μιλένα, η καλύτερη φίλη της Άννας, απολαμβάνουν μία ολιγοήμερη εκδρομή για πεζοπορία στη σουηδική ύπαιθρο. Φέτος όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο Χένρικ, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν δείχνει ενθουσιώδης για το ταξίδι, αφού φαίνεται ότι αντιμετωπίζει προβλήματα με την ακαδημαϊκή καριέρα του και τη μακρόχρονη σχέση του με την Άννα.

Από την άλλη πλευρά, η Μιλένα ζητάει να φέρει μαζί τον νέο της φίλο, τον Γιάκομπ, έναν πολύ έμπειρο πεζοπόρο. Η Άννα και ο Χένρικ αρχικά έχουν αντιρρήσεις να προστεθεί στην παρέα ένας άγνωστος, αλλά τελικά δέχονται.

Ωστόσο, από την αρχή του ταξιδιού εμφανίζονται και τα προβλήματα. Η Άννα αισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά με τον Γιάκομπ και ανησυχεί ότι μπορεί να τους λέει ψέματα για το παρελθόν του. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν ο Γιάκομπ αποφασίζει από μόνος του να αλλάξει τον προορισμό και σχεδιάζει διαδρομές που απαιτούν μεγαλύτερες ικανότητες και προσθέτουν νέους κινδύνους στην πεζοπορία. Από κει και πέρα οι εξελίξεις είναι γρήγορες, και κάθε μέρα που περνά η ένταση στις σχέσεις μεταξύ των μελών της παρέας κλιμακώνεται…

 

 

Το θέμα του βιβλίου το συναντάμε και σε άλλα σκανδιναβικά, κυρίως ισλανδικά, αστυνομικά. Είναι η ιστορία μιας μικρής παρέας που, κατά τη διάρκεια της εκδρομής της σε μια δυσπρόσιτη, απομονωμένη περιοχή, αντιμετωπίζει αναπάντεχα προβλήματα, με καταστροφικές συνέπειες για τα μέλη της. Παράλληλα, είναι και η ιστορία της σχέσης δύο κολλητών φίλων, της Άννας και της Μιλένας.

Ο ρυθμός είναι μάλλον αργός στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος και γίνεται, κυρίως, από την Άννα, αλλά και από τη Μιλένα, στις τελευταίες 80 σελίδες. Οι οπτικές γωνίες των δύο γυναικών είναι διαφορετικές, και αυτό δίνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη ιστορία και δημιουργεί επιπλέον σασπένς, αφού δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε ποια από τις δύο είναι αξιόπιστη (αν είναι κάποια). Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι ανακρίσεις από την αστυνομία που παρεμβάλλονται στην αφήγηση και είναι γραμμένες σε στυλ σεναρίου.

 

Το μυθιστόρημα έχει όλα τα στοιχεία ενός επιτυχημένου ψυχολογικού θρίλερ επιβίωσης: μια μικρή ομάδα σύνθετων χαρακτήρων με πολύπλοκες, τεταμένες σχέσεις μεταξύ τους, πολύ καλές αναλυτικές περιγραφές μιας συναρπαστικά όμορφης, απομακρυσμένης περιοχής[1] και καιρικών συνθηκών που προσδίδουν μια ιδιαίτερη, ενίοτε κλειστοφοβική, ατμόσφαιρα, καθώς και σκηνές που εντείνουν την αίσθηση μυστηρίου, κλιμακούμενης ανησυχίας, αγωνίας και φόβου. Το «ανοιχτό», όχι ξεκάθαρο τέλος αφήνει κάποια αναπάντητα ερωτήματα.

 

Ένα επιτυχημένο ντεμπούτο στον χώρο της σουηδικής αστυνομικής λογοτεχνίας, που θα ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους φίλους του ψυχολογικού θρίλερ. Περιμένουμε να διαβάσουμε και το δεύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα…   

 

 

*Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ για το αντίτυπο του βιβλίου.

 

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Το Σάρεκ, απ’ όπου και ο τίτλος του βιβλίου, είναι ένα εθνικό πάρκο, από τα παλαιότερα στην Ευρώπη, στη σουηδική Λαπωνία. Αποτελεί δημοφιλή περιοχή για πεζοπόρους και ορειβάτες και έχει περίπου 200 κορυφές πάνω από 1800 μέτρα και 100 παγετώνες. Από τις δεκάδες μέρη που αναφέρονται στο βιβλίο κάποια είναι πραγματικά και κάποια όχι (βλ. και «Επίμετρο» του συγγραφέα).

ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 2023 ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ

Μια ματιά στα αστυνομικά μυθιστορήματα του 2023 στη Σουηδία

Για τρίτη χρονιά φέτος, ερχόμαστε να ρίξουμε μια ματιά στην ετήσια παραγωγή αστυνομικών βιβλίων στη Σουηδία, και ειδικότερα στα νέα βιβλία συγγραφέων, των οποίων έργα έχουν μεταφραστεί και στη γλώσσα μας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Σουηδικής Εταιρείας Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (Svenska Deckarakademin), το 2023 κυκλοφόρησαν στη χώρα 481 βιβλία σουηδών συγγραφέων και 103 μεταφρασμένα (πιο πρόσφατη ενημέρωση 30 Δεκεμβρίου 2023). Οι αντίστοιχοι αριθμοί για το 2021 ήταν 353 και 116, ενώ για το 2022 ήταν 401 και 117· παρατηρείται δηλαδή μια συνεχής αύξηση των σουηδικών βιβλίων που εκδίδονται κάθε έτος, μεγαλύτερη από 39% (!) για την τριετία 2021-2023, και μια μείωση, περίπου 8%, των μεταφρασμένων. Υπενθυμίζουμε ότι σε αυτά δεν περιλαμβάνονται e-books και audio books.
Ανάμεσα στα νέα βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2023 είναι και τα παρακάτω (αλφαβητικά, σύμφωνα με το επίθετο των συγγραφέων):

– Alex Ahndoril, Jag kommer att hitta nyckeln: Το πρώτο της νέας σειράς που υπογράφει το ζευγάρι Alexander Ahndoril και Alexandra Coelho Ahndoril, πολύ γνωστοί μας ως Lars Kepler. Νέο ψευδώνυμο, νέα σειρά με νέα ηρωίδα, την ιδιωτική ντετέκτιβ Julia Stark.

– Stefan Ahnhem, Bytet: ψυχολογικό θρίλερ, ανεξάρτητο από τα βιβλία της προηγούμενης σειράς με τον Fabian Risk.

– Tove Alsterdal, Djuphamn: το όγδοο βιβλίο της συγγραφέα και το τρίτο (και τελευταίο;) της σειράς με την αστυνομικό Eira Sjödin. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα δύο πρώτα μυθιστορήματα της Alsterdal, Οι γυναίκες στην παραλία και Θαμμένοι στη σιωπή.

– Cilla και Rolf Börjlind, Nattens öga: το όγδοο μυθιστόρημα της σειράς με την Olivia Rönning και τον Tom Stilton. Στη χώρα μας έχει κυκλοφορήσει μόνο το πρώτο, Η μεγάλη παλίρροια.

– Christoffer Carlsson, Levande och döda (βραβείο για το καλύτερο σουηδικό αστυνομικό μυθιστόρημα του 2023 από τη Σουηδική Εταιρεία Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας/ Svenska Deckarakademin): το τρίτο μέρος της σειράς Hallandsviten. Από τα βιβλία του συγγραφέα, στα ελληνικά έχει εκδοθεί μόνο το πρώτο της πρώτης σειράς του, Ο αόρατος άνθρωπος από το Σάλεμ.

– Arne Dahl, I cirkelns mitt: το πρώτο βιβλίο της νέας σειράς με την επιθεωρήτρια Eva Nyman, επικεφαλής της Ομάδας Nova. Σε αυτή τη σειρά είχαμε αναφερθεί στην εισήγηση που διαβάστηκε στην εκδήλωση για τον συγγραφέα, στο 4ο Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας στην Αθήνα (20 Μαίου 2023) [βλ. εδώ].

– Anders de la Motte, Glasmannen: το δεύτερο μέρος της σειράς με πρωταγωνίστρια την επιθεωρήτρια Leo Asker.

– Klas Ekman, Kusinen: ένα σκοτεινό, ψυχολογικό θρίλερ, το δεύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα. Το πρώτο, Ικανοί για όλα, κυκλοφόρησε στη χώρα μας το 2022.

– Christina Erikson, Jag, Forsete: το έκτο βιβλίο της σειράς με τον Forsete και τον επιθεωρητή Elias Svensson, από την οποία έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά, μόνο το πρώτο, το Σκοτάδι.

– Tina Frennstedt, Sista bilden: το τέταρτο μέρος της σειράς με την Tess Hjalmarsson, επικεφαλής της ομάδας Ανεξιχνίαστων Υποθέσεων του Σκόνε, την οποία είχαμε γνωρίσει στο πρώτο βιβλίο, Αυτή που χάθηκε.

– Inger Frimansson, Stenmannen: το νέο αυτόνομο μυθιστόρημα μιας παλαιάς και πολυγραφότατης συγγραφέα. Στα ελληνικά κυκλοφόρησαν, μόλις το 2023, δύο βραβευμένα βιβλία της (Φόνοι στη σιωπή και Νέμεσις), ως ειδικές εκδόσεις για κυριακάτικη εφημερίδα.

– Camilla Grebe και Carl-David Pärson, Lånaren: μια ιστορία με υπερφυσικά στοιχεία, η πρώτη από το ντουέτο της γνωστής μας Grebe (έχουμε διαβάσει στη γλώσσα μας τα Σε λεπτό πάγο και Κενό μνήμης) και του πρωτοεμφανιζόμενου στο αστυνομικό μυθιστόρημα Pärson.

– Jan Guillou, Eventuellt uppsåt – att döda traktens gangsters: το δεύτερο μυθιστόρημα της νέας σειράς ενός από τους παλαιότερους και σημαντικούς σουηδούς συγγραφείς, με δύο γνωστούς κεντρικούς χαρακτήρες του, τον (πρώην πια) αξιωματικό των μυστικών υπηρεσιών Carl Hamilton και τον βετεράνο δημοσιογράφο Erik Ponti.

– Michael Hjorth και Hans Rosenfeldt, Skulden man bär: το όγδοο βιβλίο της σειράς με τον ψυχολόγο Sebastian Bergman (στη χώρα μας έχουν μεταφραστεί τα τρία πρώτα). Και ενώ η συνεργασία του ντουέτου συνεχίζεται, περιμένουμε από τον Rosenfeldt το επόμενο μυθιστόρημα της σειράς Haparanda, μετά το Σκληρό καλοκαίρι.

– Mons Kallentoft, Amason: το ένατο μυθιστόρημα της σειράς Herkulesserien, που βασίζεται χαλαρά στους άθλους του Ηρακλή, με πρωταγωνιστή τον Zack. Από τα βιβλία του Kallentoft στα ελληνικά κυκλοφορεί μόνο το Αίμα στην καρδιά του χειμώνα, το πρώτο από τα 14 της σειράς με την Malin Fors.

– Mons Kallentoft, Älska dig länge: το δεύτερο μέρος της νέας σειράς Underdogs.

– David Lagercrantz, Memoria: το δεύτερο βιβλίο της σειράς με τον Hans Rekke και τη Micaela Vargas.

– Jens Lapidus, Död man walking: το νέο μυθιστόρημα της σειράς Top dogg, με τον πρώην κακοποιό Teddy και τη δικηγόρο Emelie. Από αυτή την σειρά έχουν κυκλοφορήσει στη χώρα μας, τα τρία πρώτα, Αίθουσα VIP, Στοκχόλμη και Πρώτη μούρη.

– Camilla Läckberg και Henrik Fexeus, Mirage: το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας του συγγραφικού ντουέτου, με πρωταγωνιστές την επιθεωρήτρια της αστυνομίας Mina Dabiri και τον πνευματιστή Vincent Walder.

– Liza Marklund, Stormberget: το νέο μυθιστόρημα της Marklund, μιας παλαιάς. πολύ καλής συγγραφέα, τελευταίο μέρος της τριλογίας που τοποθετείται στο Stenträsk της επαρχίας Norrbotten.

– Johanna Mo, Darrgräset: το τέταρτο μέρος της σειράς Ölandsbrottten, με ηρωίδα την Hanna Duncker. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει μόνο το πρώτο, Ο τραγουδιστής της νύχτας.

– Håkan Nesser, Det kom ett brev från München: το νέο βιβλίο ενός ακόμη βετεράνου, διεθνώς γνωστού και πολυγραφότατου σουηδού συγγραφέα, το όγδοο της σειράς με τον επιθεωρητή Barbarotti. Στην Ελλάδα έχουν εκδοθεί μόνο τρία μυθιστορήματα του Nesser, από την πρώτη του σειρά με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Van Veeteren.

– Viveca Sten, Vilseledaren: το τέταρτο μέρος της σειράς Åremorden. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο Κάτω απ’ τα ήσυχα νερά, το πρώτο από την πρώτη σειρά της συγγραφέα.

– Johan Theorin, Ristmärken: το έκτο μυθιστόρημα στη σειρά του συγγραφέα που τοποθετείται στο νησί Öland. Στα ελληνικά έχουμε διαβάσει τα δύο πρώτα, Αντίλαλοι νεκρών και Το πιο σκοτεινό δωμάτιο.

Από όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα, από τα παραπάνω βιβλία θα κυκλοφορήσουν στη χώρα μας, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2024, το I cirkelns mitt (Στο κέντρο του κύκλου) του Dahl και το Mirage (Η χίμαιρα) της Läckberg και του Fexeus, ενώ έχουν αγοραστεί τα δικαιώματα για το Glasmannen του de la Motte, όπως και για το πρώτο αυτής της σειράς, το Bortbytaren.

ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΟΥ 2023

Τα καλύτερα σκανδιναβικά αστυνομικά του 2023

MixCollage-08-Jan-2024-11-07-PM-4365

Μέσα στο 2023, κυκλοφόρησαν στη χώρα μας δώδεκα βιβλία σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, από τέσσερις εκδοτικές επιχειρήσεις, τρία από τα οποία ως ειδικές εκδόσεις για κυριακάτικη εφημερίδα. Έξι έχουν γραφεί από άνδρες και έξι από γυναίκες (τα δύο από την ίδια συγγραφέα). Έξι προέρχονται από τη Σουηδία, δύο από τη Νορβηγία,  δύο από την Ισλανδία[1], ένα από τη Φινλανδία και ένα από τη Δανία.

 

Αν και ο αριθμός των μυθιστορημάτων που εκδόθηκαν ήταν σχετικά μικρός σε σύγκριση με προηγούμενες χρονιές, η «σοδειά» του 2023 ήταν αρκετά ικανοποιητική για το αναγνωστικό κοινό των σκανδιναβικών αστυνομικών αφού περιλάμβανε πολυαναμενόμενες «επιστροφές» (του Νέσμπε με τον Χάρι Χόλε και της Λέκμπεργ με τη σειρά της Φιελμπάκα), τα τελευταία βιβλία επιτυχημένων σειρών (της πενταλογίας του Νταλ και της τριλογίας του Νατ οκ Νταγκ), την «επανεμφάνιση», μετά από αρκετά χρόνια, του Στόλεσεν, αλλά και την πρώτη παρουσία στη χώρα μας συγγραφέων, όπως η πολύ γνωστή και βραβευμένη Ίνιερ Φρίμανσον.

 

Από τα σκανδιναβικά του 2023 προτείνουμε τα παρακάτω[2] (αναφέρονται αλφαβητικά, σύμφωνα με το επίθετο των συγγραφέων):

Τρία στην Πέμπτη του Arne Dahl, μτφ. Γρ. Κονδύλης (Μεταίχμιο),

1795. Η ώρα της κάθαρσης του Niklas Natt och Dag, μτφ. Γρ. Κονδύλης (Μεταίχμιο),

Κάλμαν του Joachim Β. Schmidt, μτφ. Σ. Αυγερινού (Μεταίχμιο),

Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ του Gunnar Staalesen, μτφ. Β. Γιαννίσης (Διόπτρα).

 

τα ρόδα δεν πεθαίνουν

Ανάμεσα σε αυτά τα πολύ καλά, και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, μυθιστορήματα ξεχωρίζουμε το Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ.  στο οποίο ο Στόλεσεν μας προσφέρει μια «περίπλοκη, αληθοφανή, σκληρή και συγκινητική ιστορία», με «σύνθετη πλοκή με ανατροπές, χωρίς εντυπωσιασμούς και βιαστικά κατασκευασμένες ‘εκπλήξεις’» και «ζωντανούς χαρακτήρες με βάθος».

Ένα εξαιρετικό δείγμα σκανδιναβικού hard boiled, από τον σημαντικότερο συγγραφέα του υποείδους στις Βόρειες χώρες. 

 

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Το ένα από τα δύο έχει γραφτεί από τον Γιόακιμ Σμιτ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελβετία  και από το 2007 ζει και εργάζεται στην Ισλανδία. 

[2] Με αυτά τα βιβλία  έχουμε ήδη ασχοληθεί σε αυτό το blog τις ημέρες που εκδόθηκαν. 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ANDERS DE LA MOTTE

de la Motte - photo Jeff Richt

[photo: Jeff Richt,  from salomonssonagency.se]

Συνέντευξη με τον ANDERS DE LA MOTTE

από τον Νίκο Μ. Γεωργιάδη  

Ο Anders de la Motte, πρώην αστυνομικός και υπεύθυνος Ασφαλείας σε μεγάλες διεθνείς εταιρείες, που έκανε το ντεμπούτο του στη σουηδική αστυνομική λογοτεχνία το 2010 με το βραβευμένο θρίλερ Το παιχνίδι ([geim]), είναι συγγραφέας πολλών καταξιωμένων μπεστ σέλερ. Έχει συνεργαστεί σε δύο βιβλία με τον Måns Nilsson, ενώ το 2022 άρχισε τη νέα του σειρά με ηρωίδα τη Leo Asker (μέχρι τώρα έχουν εκδοθεί τα Bortbytaren, 2022 και Glasmannen, 2023). Στη χώρα μας έχουν κυκλοφορήσει η πρώτη τριλογία του (Παιχνίδι – μτφ Χ. Σωτηροπούλου, Βόμβος – μτφ. Ρ. Χατχούτ, Φυσαλίδα – μτφ. Γ. Στάμου) και τα μυθιστορήματα Το σημειωματάριο και Το τελεσίγραφο (μτφ. Ξ. Παγκαλιάς) [εκδόσεις ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ], καθώς και η Τετραλογία του Σκόνε (Το τέλος του καλοκαιριού, Το έγκλημα του φθινοπώρου, Η φωτιά του χειμώνα και Η θυσία της άνοιξης – μτφ. Ξ. Παγκαλιάς) [εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ].

 

Νομίζω ότι οι αναγνώστες σας γνωρίζουν ότι πριν γίνετε διάσημος συγγραφέας ήσαστε αστυνομικός στη Στοκχόλμη και στη συνέχεια είχατε μια επιτυχημένη καριέρα ως Διευθυντής Ασφάλειας και Σύμβουλος σε θέματα Διεθνούς Ασφάλειας σε κορυφαίες διεθνώς εταιρείες. Το 2010 κάνατε το ντεμπούτο σας με το Παιχνίδι και δύο χρόνια αργότερα παραιτηθήκατε από τη δουλειά σας προκειμένου να ασχοληθείτε αποκλειστικά με τη συγγραφή. Πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας; Ήταν κάτι που το σκεφτόσαστε για πολύ καιρό;

 Η μητέρα μου είναι βιβλιοθηκονόμος και μου άρεσε να διαβάζω από πολύ μικρή ηλικία. Όπως οι περισσότεροι συγγραφείς, ξεκίνησα κι εγώ ως αναγνώστης και σε κάποιο στάδιο αποφάσισα ότι, αν και είναι ωραίο να ταξιδεύω ως επιβάτης με όχημα το βιβλία, θα ήθελα να δοκιμάσω αν μπορώ να οδηγήσω το αυτοκίνητο μόνος μου. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια, θα έλεγα μέχρι το 2008, για να φτάσω σε αυτό το σημείο. Πιο πριν δεν είχα καν σκεφτεί να κάνω καριέρα ως συγγραφέας, τώρα πιστεύω ότι είναι το μόνο πράγμα που πάντοτε ήθελα να κάνω.

 

Τα βιβλία της πρώτης τριλογίας σας (το Παιχνίδι, το οποίο κέρδισε το βραβείο για το καλύτερο μυθιστόρημα πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από τη Σουηδική Ακαδημία Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας το 2010, το Βόμβος και το Φυσαλίδα) ήταν θρίλερ με γρήγορο αφηγηματικό ύφος, σασπένς, πολλές ανατροπές, γεμάτα αναφορές και σχόλια για την τεχνολογία πληροφοριών και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και αντιπροσώπευαν μια ιδιαίτερη φωνή στη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία. Η επαγγελματική σας εμπειρία ενέπνευσε ή συνέβαλε στην πλοκή αυτών των έργων;

 Δεδομένου ότι εργάστηκα σε τομείς σχετικούς με την Ασφάλεια, η σύντομη απάντηση είναι ναι. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν ακόμη αρκετά καινούρια τότε και με γοήτευε ο τρόπος με τον οποίο το Facebook μας έκανε να αλλάξουμε τις συμπεριφορές μας και τα πράγματα που ήμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε μόνο και μόνο για να λάβουμε την έγκριση των άλλων και να νιώσουμε ότι αξίζουμε και ότι μας εκτιμούν. Η πρώτη τριλογία είναι χτισμένη γύρω από αυτό το θέμα, αυτό είναι που κινεί τον κύριο πρωταγωνιστή, τον HP.

Τα επόμενα βιβλία σας (Το σημειωματάριο και Το τελεσίγραφο, το οποίο κέρδισε το βραβείο της Σουηδικής Ακαδημίας Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας για το καλύτερο σουηδικό μυθιστόρημα το 2015), δύο πολύπλοκα, σφιχτά θρίλερ σχετικά με αστυνομικούς που διεισδύουν σε εγκληματικές οργανώσεις, τη διαφθορά της αστυνομίας, το οργανωμένο έγκλημα και αναξιόπιστους πολιτικούς, ήταν πολύ διαφορετικά από την τριλογία Παιχνίδι. Και στη συνέχεια, το Κουαρτέτο του ΣκόνεΚουαρτέτο των εποχών), τέσσερα αυτόνομα μυθιστορήματα που τοποθετούνται σε αγροτικά τοπία, στην κομητεία του Σκόνε, όπου γεννηθήκατε και μεγαλώσατε, με γυναίκες πρωταγωνίστριες, ατμοσφαιρικά, μελαγχολικά σκηνικά και αγωνιώδη πλοκή, σχετικά με σκοτεινά μυστικά του παρελθόντος που στοιχειώνουν τη σημερινή ζωή στις μικρές κοινότητες, σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή στη γραφή σας. Θα μας μιλήσετε για αυτή τη στροφή στο έργο σας, από τα γρήγορου ρυθμού αστυνομικά θρίλερ της «μεγάλης, διεφθαρμένης πόλης» σε ψυχολογικά, κυρίως, θρίλερ αργού ρυθμού , που διαδραματίζονται στη σουηδική ύπαιθρο.

Αρκετά χρόνια πριν το 2015 είχα ήδη επιστρέψει στο Σκόνε από τη Στοκχόλμη, και μου ήταν όλο και πιο δύσκολο να γράψω για μια πόλη στην οποία δεν ζούσα πια. Επίσης, είχα δοκιμάσει την αφήγηση με γρήγορο ρυθμό, η οποία είναι καλή για την προώθηση του σασπένς, αλλά ήμουν περίεργος να μάθω αν θα μπορούσα να αφαιρέσω αυτό το στοιχείο και να εξακολουθήσω να γράφω ιστορίες με αγωνία. Εκείνη την εποχή, οι γονείς μου πούλησαν το αγρόκτημά τους και έπρεπε να ξεκαθαρίσω κάποια από τα παιδικά ενθύμια που είχε φυλάξει η μητέρα μου. Έτσι ξεκίνησε μια μελαγχολική διαδικασία σχετικά με το να κοιτάζεις πίσω στην παιδική σου ηλικία με τα μάτια ενός ενήλικα. Η μελαγχολία και αυτό το θέμα έγιναν η κινητήρια δύναμη του Κουαρτέτου των εποχών, που αποτελείται από τέσσερις αυτόνομες ιστορίες για μικρές πόλεις στην ύπαιθρο, ένα δραματικό γεγονός του παρελθόντος, και κάποιο πρόσωπο που ερευνά αυτό το γεγονός πολλά χρόνια αργότερα για να ανακαλύψει τι πραγματικά είχε συμβεί.

DE LA MOTTE - BIBLIAΑς έρθουμε στα πρόσφατα βιβλία σας. Συνεργαστήκατε για πρώτη φορά με έναν άλλο συγγραφέα, τον Måns Nilsson, σε δύο (μέχρι στιγμής) μέρη της σειράς Morden på Österlen, δύο βιβλία με όμορφο περιβάλλον και εκκεντρικούς χαρακτήρες, που μεταφέρουν το βρετανικό whodunnit στη νότια Σουηδία. Και το πιο πρόσφατο από τα βιβλία σας, το Bortbytare, που εκδόθηκε στη Σουηδία το 2022, είναι το πρώτο της νέας σειράς με την επιθεωρήτρια Leonore (Leo) Asker. Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια για τα βιβλία αυτά που αναμένεται να εκδοθούν και στην Ελλάδα;

 Πάντα μου άρεσαν οι ιστορίες μυστηρίου με φόνους, τα βιβλία της Άγκαθα Κρίστι ήταν, ίσως, τα πρώτα για ενήλικες που διάβασα, και όταν ο Måns πρότεινε να προσπαθήσουμε να γράψουμε κάτι τέτοιο μαζί, ενθουσιάστηκα.

Είχα ήδη μια ιδέα για έναν αστυνομικό ντετέκτιβ από τη Στοκχόλμη που πηγαίνει στη νότια Σουηδία και εμπλέκεται ακούσια σε μια υπόθεση δολοφονίας, οπότε δουλέψαμε σε αυτή τη βάση.

Τα μυθιστορήματα μυστηρίου με φόνους έχουν να κάνουν με την πλοκή και το μυστήριο, οι χαρακτήρες είναι ελαφρώς υπερβολικοί και ο ρυθμός έχει μικρή σημασία, οπότε αυτός ήταν ένας νέος τρόπος γραφής για μένα. Επίσης, η γλώσσα είναι λίγο διαφορετική και οι ιστορίες περιέχουν επίσης μια μικρή δόση βρετανικού χιούμορ (όπως η ματαιοδοξία και το μουστάκι του Πουαρό ή το ότι τον μπερδεύουν συνεχώς με Γάλλο) που ταίριαζε και στους δύο μας. Δεν έχω ξανασυνεργαστεί ποτέ σε βιβλίο και αυτό ήταν επίσης μια πρόκληση. Διασκεδάσαμε πολύ όταν γράφαμε, αν και για να είμαι σαφής, δεν πρόκειται για κωμωδίες, αλλά για κλασικές υποθέσεις μυστηρίου με φόνο.

-Το έργο σας μέχρι τώρα χαρακτηρίζεται από μεγάλες αλλαγές: έχετε ασχοληθεί με διαφορετικά υποείδη αστυνομικής λογοτεχνίας (αστυνομικό θρίλερ, ψυχολογικό θρίλερ, νουάρ, police procedural, whodunnit) και τους συνδυασμούς τους, ένα πολύ ευρύ φάσμα θεμάτων, πολύ διαφορετικούς, αλλά πάντα ενδιαφέροντες, χαρακτήρες. Πώς καταφέρνετε να το κάνετε αυτό με τόση επιτυχία;

– Κυρίως επειδή έχω μεγάλη περιέργεια, ανακάλυψα τη συγγραφή μόλις το 2008 και υπάρχουν τόσα πολλά είδη και εργαλεία αφήγησης που θέλω να εξερευνήσω. Δεν ξέρεις αν μπορείς να τα καταφέρεις σε κάτι αν δεν προσπαθήσεις.

-Υπάρχουν συγγραφείς που σας έχουν επηρεάσει, και αν ναι, με ποιον τρόπο;

Ω, πάρα πολλοί και διαφορετικοί ανάλογα με το είδος. Για τη σειρά Österlen ήταν η  Άγκαθα Κρίστι και η Κάρολαϊν Γκρέιαμ (Midsomer murders), για τη σειρά Asker που δουλεύω αυτή τη στιγμή ο Στιγκ Λάρσον, ο Μαίκλ Κόνελι (Bosch) και ο Τόμας Χάρις (Σιωπή των αμνών).

-Μετά από 12 καταξιωμένα βιβλία, ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;

 Δουλεύω πάνω σε δύο διαφορετικές σειρές. Η μία είναι η σειρά Asker, το πρώτο βιβλίο της οποίας, το Bortbytaren [τίτλος αγγλόφωνης έκδοσης The mountain King], σύντομα εκδίδεται στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και το δεύτερο, Glasmannen, μόλις κυκλοφόρησε εδώ στη Σουηδία.

Η δεύτερη είναι μια σειρά μυστηρίου με φόνο που θα εκδοθεί στη Σουηδία το επόμενο έτος.

 

Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που διαθέσατε για να απαντήσετε στις ερωτήσεις.

*Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ για τη βοήθεια στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης.

 

 Ιnterview with ANDERS DE LA MOTTE

 Anders de la Motte, a former police officer and head of security at major international companies, who debuted in 2010 with the award-winning thriller The Game, is the author of several acclaimed bestselling crime novels. He has also collaborated on two books with Måns Nilsson, and in 2022 he started his new series starring inspector Leonore (Leo) Asker.

  

I think your readers know that before you became a famous author you were a police officer in Stockholm and then you had a successful career as Director of Security and International Security Consultant at world leading companies. In 2010 you made your debut with [geim] and two years later you quit your job in order to focus on writing. How did you decide to become a crime fiction writer? Was this something you had been thinking about for a long time?

My mother is a librarian and I’ve loved reading since I was very young. As most writers, we start out as readers and at some stage we decide that although it is nice to be along for the ride, we would like to try if we can drive the car ourselves. It took many years before I reached that point, around 2008 I would say. Before that I had not even considered writing as a career, now it is the only thing I ever wanted.

The books of your first trilogy ([game], which won the Swedish Crime Writers’ Academy “First Book Award” in 2010, [buzz] and [bubble]) were thrillers with fast narrative style, suspense, many plot twists, full of references to and commentary on IT and social media, and represented a distinct voice in Nordic Crime Fiction. Did your professional experience inspire or contribute to your plots?

Since I worked in security the short answer is yes. Social media was still pretty new at that point and I was fascinated by how Facebook made us change our behaviors and the things we were prepared to do just to get approval from other people and feel valuable and appreciated. The Game trilogy is built around this engine, this is what drives the main protagonist HP.

Your next books (MemoRandom and UltiMatum, which won the Swedish Crime Writers’ Academy award for Best Swedish Crime Novel in 2015), two complex, taut thrillers about police infiltrators, police corruption, organized crime, and dodgy politicians, were very different from the [Game] trilogy. And then, the Skåne Quartet – four stand-alone novels located in rural landscapes, in Skåne county, where you were born and raised, with female protagonists, atmospheric, melancholic settings, and suspenseful plots about dark secrets of the past that haunt present life in small communities- marked a major change in your writing. Would you talk to us about this shift in your work, from fast-paced crime thrillers of the “big, corrupted city” to slow-paced, mostly psychological thrillers, set in the Swedish countryside?

By 2015 I’d moved back to Skåne from Stockholm since quite a few years and I found it increasingly harder to write about a city that I no longer lived in. Also, I’ve tried the fast paced storytelling, which is good for driving suspense, but I was curious to know if I could remove this element and still write suspenseful stories.

At the time my parents sold their farm and I had to clear out some of the childhood mementos my mother had saved. This started a melancholic process about looking back at your childhood with a grownups eyes.

The melancholia as well as this theme became the driver of the seasons quartet, four separate stories about small towns in the countryside, a dramatic event in the past and someone digging into this event many years later to reveal what really happened.

Let’s come to your recent books. You paired up for the first time with another writer, Måns Nilsson, in two (so far) installments of the Morden på Österlen series, two books with beautiful milieus and eccentric characters, which transfer British whodunnit to southern Sweden. And the most recent of your books, Bortbytare (The mountain King), published in Sweden in 2022, is the first of the new series with Detective Inspector Leonore (Leo) Asker. Could you tell us a little about these books which are expected to be published in Greece?  

 I’ve always loved the murder-mystery stories, Agatha Christie was probably the first adult books I’ve ever read and when Måns suggested we should try to write something like that together, I jumped at the idea.

I already had an idea about at police detective from Stockholm going to southern Sweden and involuntarily being involved in a murder case, so we worked from that idea.

Murder mysteries are all about the plot and the mystery, the characters are slightly exaggerated and the pace is of little importance so this was a new way of writing for me. Also the laungage is a bit different and the stories also contain a slight touch of British humor (like Poirot constantly being mistaken for a Frenchman, or his vanity and moustache) that suited us both well. I’ve never cooperated on a book before and this was also very stimulating. We had lots of fun writing them, although to be clear, these are not comedies, but classic murder-mysteries.

Your work so far is characterized by major changes: you have dealt with different crime fiction subgenres (crime thriller, psychological thriller, noir, police procedural, whodunnit) and their combinations, a very broad range of topics, very different –but always intriguing- characters. How do you manage to do this so successfully?

Mainly because I’m a very curious person, I only discovered writing in 2008 and there are so many genres and story-telling tools that I want to explore. You don’t know if you can manage them unless you try.

Are there any authors who have influenced you, and if yes, in what way?

Oh, way too many and different ones depending on the genre. For the Österlen-series it was Agatha Christie and Caroline Graham (Midsomer murders), for the Asker-series that I’m currently working on Stieg Larsson, Michael Connelly (Bosch) and Thomas Harris (Silence of the lambs).

After 12 acclaimed books, what are your plans for the future?

I’m working on two different series, both the Asker-series where the first book The mountain King is just being published in Europe and the US, and the second, Glasmannen (The glass man), just was published here in Sweden.

And also another murder-mystery series to be published in Sweden next year.

Thank you very much for taking the time to answer my questions.

Η ΚΟΥΚΛΑ

yrsa - the dollΗ κούκλα (Brúðan)

της Yrsa Sigurðardóttir (μτφ. Β. Αλυσσανδράκη)

Μεταίχμιο, 2023

 

 

 

Το μυθιστόρημα Η κούκλα είναι το πέμπτο με κεντρικούς χαρακτήρες τον Χούλνταρ και την Φρέιγια και εκδόθηκε στην Ισλανδία το 2018. Έναν χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το τελευταίο της σειράς [Þögn – τίτλος αγγλόφωνης έκδοσης The Fallout (2022)].

 

 

 

Πέντε χρόνια πριν: Η Ντίσα με τη μικρή κόρη της, τη Ρόουσα, κάνουν μια ήσυχη εκδρομή για ψάρεμα, με τη βάρκα ενός οικογενειακού φίλου. Δεν πιάνουν τίποτε εκτός από μια παιδική κούκλα που μπλέκεται στο δίχτυ, μια κούκλα με τρομακτική όψη, που φαίνεται να είχε μείνει πολύ καιρό στη θάλασσα. Η πρώτη αντίδραση της μητέρας είναι να την πετάξει πίσω στο νερό, αλλά υποχωρεί όταν το κορίτσι τη θερμοπαρακαλεί να την πάρουν σπίτι.

Το ίδιο βράδυ η μητέρα αναρτά μια φωτογραφία της κούκλας στο facebook. Μέχρι το επόμενο πρωί η Ντίσα είναι νεκρή ενώ η κούκλα έχει εξαφανιστεί από το σπίτι, όπως και η φωτογραφία της από το ίντερνετ.

Σήμερα: Ο ντετέκτιβ Χούλνταρ και η επιθεωρήτρια Έρλα βρίσκονται σε ένα σκάφος, ψάχνοντας στη θάλασσα για πιθανά ανθρώπινα λείψανα. Ωστόσο, η ταυτοποίηση από τα οστά που ανασύρονται και ο καθορισμός της αιτίας θανάτου αποδεικνύονται πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι πίστευαν αρχικά. Ενώ η ταυτότητα του θύματος παραμένει άγνωστη ο Χούλνταρ εμπλέκεται και στην έρευνα για τη δολοφονία ενός άστεγου τοξικομανή.

Παράλληλα, η Φρέιγια ασχολείται με τις καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση ενός εφήβου σε δομή φιλοξενίας από έναν υπεύθυνο της υπηρεσίας παιδικής μέριμνας.

Καθώς η Φρέιγια και ο Χούλνταρ καταλήγουν να βοηθούν ο ένας την άλλη, ανακαλύπτουν ότι και οι τρεις υποθέσεις που έχουν αναλάβει συνδέονται με ένα πρόσωπο, έναν ευάλωτο μάρτυρα που τώρα αγνοείται: τη Ρόουσα, που πριν από τόσα χρόνια είχε βρει τη μοιραία κούκλα. Θα μπορούσε το κορίτσι να είναι το κλειδί για τις απαντήσεις σε όλα όσα έχουν συμβεί;

 

Οι κεντρικοί χαρακτήρες της σειράς μάς είναι πια πολύ γνωστοί, όπως και η σχέση μεταξύ τους που κυμαίνεται από «θερμή» έως, πολύ πιο συχνά, «παγωμένη». Αυτή η σχέση, με τα σκαμπανεβάσματά της και την επιμονή του Χούλνταρ για την αναθέρμανσή της, αποτελούν ένα επιτυχημένο συστατικό της σειράς και δίνουν μια δόση χιούμορ. Στο Η κούκλα, ακόμη και η συνήθως πικρόχολη απέναντι στον Χούλνταρ, Έρλα, δείχνει μια πιο ανθρώπινη πλευρά, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει η («απούσα» σχεδόν σε όλο το βιβλίο) Ρόουσα, η επιμονή της οποίας να βρει τον ιδιοκτήτη της αλλόκοτης κούκλας αποτελεί την κινητήρια δύναμη της πλοκής.

 

Αρχικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εξώφυλλο (παρόμοιο στις ξενόγλωσσες εκδόσεις με το ελληνικό), σε συνδυασμό και με τον τίτλο, ίσως δίνει την εντύπωση ότι το βιβλίο είναι μια ιστορία τρόμου, από αυτές που μας έχει συνηθίσει η Ύρσα, κυρίως στα αυτόνομα μυθιστορήματά της, μια εντύπωση που ενισχύεται από τις πρώτες σελίδες με την εύρεση της κούκλας και αυτά που ακολουθούν. Ωστόσο, η κούκλα αποτελεί ένα «ανατριχιαστικό», αλλά όχι  υπερφυσικό, στοιχείο στην ιστορία, και έχει ιδιαίτερη σημασία για το μυστήριο, την οποία η συγγραφέας κρατά καλά κρυμμένη μέχρι το τέλος.

 

Η κούκλα είναι ένας συνδυασμός αστυνομικού θρίλερ και police procedural με ενδιαφέρουσα πλοκή, αργούς ρυθμούς, που οφείλονται κυρίως στις αρκετά λεπτομερείς περιγραφές των διαδικασιών της αστυνομικής έρευνας, με μυστήριο, ανατροπές, ένταση και αγωνία, ενώ δίνεται βάρος στους χαρακτήρες και στην ψυχολογία τους. Από την αρχή περιγράφονται με ζωντάνια διαφορετικές ιστορίες που φαίνονται ασύνδετες, αλλά η συγγραφέας έχει πραγματικά το ταλέντο να τις συνδέει επιτυχημένα μεταξύ τους για να καταλήξουν σε ένα ικανοποιητικό συμπέρασμα χωρίς να αφήνει εκκρεμότητες. Ένα δυνατό μυθιστόρημα με εξαιρετικό μυστήριο και αγωνία,  που οδηγεί μέσα από έντονες ανατροπές σε ένα σύνθετο, αναπάντεχο τέλος. Tο καλύτερο, ίσως, βιβλίο της σειράς…

 

 

*Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ για το αντίτυπο του βιβλίου

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ GUNNAR STAALESEN

staalesen samtiden.no Berit Roald - NTB

[photo: samtiden.no , Berit Roald – NTB]

 

Συνέντευξη με τον GUNNAR STAALESEN

από τον Νίκο Μ. Γεωργιάδη

 

 

Ο Γκούναρ Στόλεσεν είναι μια μεγάλη μορφή της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, ένας παραγωγικός, βραβευμένος συγγραφέας που έχει χαρακτηριστεί ως «ένας από τους σημαντικότερους Νορβηγούς συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών του 20ού αιώνα», «ένας δεξιοτέχνης της καλοδουλεμένης, δυνατής και λεπτομερούς πλοκής κλασικών μυθιστορημάτων» και «ένας από τους καλύτερους σύγχρονους εκφραστές της ποιητικής και ταυτόχρονα σκληρής αστυνομικής ιστορίας». Ανάμεσα στα βραβεία που έχει κερδίσει είναι το Riverton (1975 και 2002), το Palle Rosenkrantz (1990), το Svenska Deckarakademins Grand Master-diplom (2015) και το Petrona Award (2017). Από τα είκοσι βιβλία του με τον Βαργ Βέουμ κυκλοφορούν στα ελληνικά, μέχρι τώρα, μόνο τέσσερα: Δικός σου ως τον θάνατο (2012, μτφ. Σ. Σουλιώτης), Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι (2012, μτφ. Κ. Γλυνιαδάκη), Μαύρα πρόβατα (2012, μτφ. Γ. Στρίγκος) [εκδόσεις ΠΟΛΙΣ] και Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ (2023, μτφ. Β. Γιαννίσης) [εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ]. 

 

 

 

-Το πρώτο βιβλίο της σειράς σας με τον Βάργ Βέουμ, τον πιο διάσημο ιδιωτικό ντετέκτιβ της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, κυκλοφόρησε το 1977, αλλά πριν από αυτό είχατε γράψει ένα άλλο αστυνομικό που βραβεύτηκε με το βραβείο Riverton το 1975, και άλλα βιβλία λίγα χρόνια πριν. Θα μπορούσατε να μας πείτε μερικά πράγματα για εκείνα τα χρόνια, προτού ασχοληθείτε αποκλειστικά με τη συγγραφή, όταν ακόμη δουλεύατε ως υπεύθυνος Τύπου στο θέατρο Den Nationale Scene στο Μπέργκεν;

Άρχισα να γράφω όταν ήμουν 17 ετών και είχα την ελπίδα να γίνω συγγραφέας του μεγέθους του Χένρικ Ίψεν, του Κνουτ Χάμσουν και των άλλων μεγάλων της νορβηγικής λογοτεχνίας. Παράλληλα, διάβαζα μανιωδώς παγκόσμια λογοτεχνία, από Χέμινγουεϊ και Καμύ μέχρι Τζακ Κέρουακ και Λε Κλεζιό.  Δημοσίευσα το πρώτο μου μυθιστόρημα το 1969, όταν ήμουν 22 ετών, ένα ποιητικό μυθιστόρημα στο ύφος του Κέρουακ, και ένα ακόμη δύο χρόνια αργότερα. Εκείνη την εποχή ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Μπέργκεν, όπου σπούδαζα γαλλικά, αγγλικά και λογοτεχνία. Υπήρξα γραμματέας Τύπου στο θέατρο του Μπέργκεν για δύο περιόδους, το 1972-73 και το 1976-87, και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο το 1976, με ειδίκευση στην αγγλική γλώσσα. Την ίδια περίοδο, ανακάλυψα ότι η αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή ψυχαγωγία, στο ύφος της Άγκαθα Κρίστι και άλλων μεγάλων συγγραφέων του είδους. Διάβασα τη σειρά με τον Μάρτιν Μπεκ του ζευγαριού των Σουηδών Μαρί Χιεβάλ και Περ Βαλέε, καθώς και Χάμετ, Τσάντλερ και Ρος Μακντόναλντ. Αυτό μου έδωσε την έμπνευση να γράψω το πρώτο μου αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα police procedural με πρωταγωνιστές δύο ντετέκτιβ της αστυνομίας στο Μπέργκεν. Το βιβλίο αυτό κέρδισε τόσο το δεύτερο βραβείο σε έναν διαγωνισμό αστυνομικών μυθιστορημάτων που είχε διοργανώσει ο νορβηγικός εκδοτικός οίκος Gyldendal, όσο και το βραβείο Riverton εκείνη τη χρονιά, και έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Έγραψα δύο βιβλία με αυτούς τους αστυνομικούς πριν από το πρώτο με τον Βαργ Βέουμ, και στη συνέχεια ένα τρίτο μυθιστόρημα με τους ίδιους. Από το 1979 και μετά, όταν εκδόθηκε το δεύτερο μυθιστόρημα με τον Βέουμ, αυτός ήταν ο κύριος χαρακτήρας στα περισσότερα αστυνομικά μου μυθιστορήματα. Μόλις το 1987 τα βιβλία μου είχαν αρχίσει να πουλάνε τόσο πολύ ώστε να μπορώ να προσπαθήσω να ζω από τη συγγραφή, όπως έκανα όλα τα επόμενα χρόνια.

 

Αλλά ακόμη και αφού γίνατε διάσημος για τα μυθιστορήματα με τον Βέουμ, γράψατε και άλλες σειρές, όπως την Τριλογία του Μπέργκεν, βιβλία για παιδιά, θεατρικά έργα κ.λπ. Πόσο δύσκολο είναι να ασχολείστε με τόσα διαφορετικά είδη; Επηρεάζουν αυτά τα έργα τη σειρά με τον Βέουμ;

 Νομίζω ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν κουράστηκα ποτέ να γράφω για τον Βαργ Βέουμ, είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια έκανα διαλείμματα μεταξύ των μυθιστορημάτων αυτής της σειράς. Τη δεκαετία του ’90 έγραψα τρία μυθιστορήματα για παιδιά, και εδώ και πολλά χρόνια γράφω για το θέατρο: μιούζικαλ, κωμωδίες και διασκευές τόσο των δικών μου μυθιστορημάτων όσο και έργων της Αμέλιε Σκραμ, σημαντικής συγγραφέα από το Μπέργκεν. Πρέπει να πω ότι η Τριλογία του Μπέργκεν, η οποία έχει γίνει πλέον κουαρτέτο, είναι το κύριο έργο μου, που αφηγείται την ιστορία του 20ού αιώνα ως μια συλλογή διάφορων οικογενειακών χρονικών από το Μπέργκεν. Είναι όμως παράλληλα και αστυνομικό μυθιστόρημα, που αρχίζει με έναν φόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1899, ο οποίος εξιχνιάζεται (από τον Βαργ Βέουμ!) την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1999. Νομίζω ότι μπορεί κανείς να δει μια αλλαγή ύφους στα βιβλία του Βέουμ πριν και μετά την τριλογία, αφού αυτά τα τρία μυθιστορήματα γράφτηκαν σε τρίτο πρόσωπο, αλλά ποτέ δεν είχα σοβαρά προβλήματα με την αλλαγή από το ένα ύφος στο άλλο, τα τελευταία χρόνια κυρίως από τη συγγραφή θεατρικών έργων στο αστυνομικό μυθιστόρημα.

 

Ας έρθουμε στην αστυνομική λογοτεχνία. Πώς αποφασίσατε να αρχίσετε να γράφετε αστυνομικά; Και μια ακόμη ερώτηση: έχετε μιλήσει για την έμπνευση που είχατε στο έργο σας από συγγραφείς όπως η Χιεβάλ και ο Βαλέε, και κυρίως από την αμερικανική «αγία τριάδα» του hard boiled (Χάμετ, Τσάντλερ και Μακντόναλντ). Θα μπορούσατε να μας πείτε περισσότερα για τους συγγραφείς που σας επηρέασαν με οποιονδήποτε τρόπο;

Όταν άρχισα να γράφω αστυνομική λογοτεχνία, αυτά τα ονόματα ήταν τα πιο σημαντικά, το ζευγάρι Χιεβάλ και Βαλέε, αλλά κυρίως ο Τσάντλερ και ο Ρος Μακντόναλντ. Επειδή όμως η συγγραφή αστυνομικών είναι τέχνη, έμαθα και από τα παλαιότερα αναγνώσματά μου, περισσότερο, πιστεύω, από την Άγκαθα Κρίστι και τον Πάτρικ Κουέντιν [1]. Η επιρροή από την Αμέλιε Σκραμ είναι επίσης πολύ σημαντική, αλλά αυτό είναι πιο ορατό στην Τριλογία του Μπέργκεν.

 

Η νορβηγική αστυνομική λογοτεχνία, που έγινε διεθνώς γνωστή στο γενικότερο πλαίσιο της «μεγάλης έκρηξης» του σκανδιναβικού αστυνομικού, έχει μακρά ιστορία (το πρώτο «αστυνομικό αφήγημα» εκδόθηκε στη χώρα το 1839) και, επίσης, ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ένα από τα οποία είναι η ισχυρότερη παράδοση των ιδιωτικών ντετέκτιβ του hard boiled σε σύγκριση με τις άλλες σκανδιναβικές χώρες. Είστε ο πρώτος και πιο διάσημος από τους σύγχρονους Σκανδιναβούς συγγραφείς αυτού του υποείδους. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτή τη «νορβηγική εκδοχή» των ιστοριών με ήρωα έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ;

 Το πρώτο μυθιστόρημα με τον Βαργ Βέουμ ήταν μια μορφή λογοτεχνικού πειράματος: Θα ήταν δυνατόν να μετατραπεί αυτή η τυπικά αμερικανική μορφή αστυνομικών μυθιστορημάτων, που διαδραματίζεται στην περίοδο από την δεκαετία του ’20 (Χάμετ) έως την δεκαετία του ’70 (Μακντόναλντ), και με τον Τσάντλερ ως τον «Σαίξπηρ της αστυνομικής λογοτεχνίας», όπως ο ίδιος επιθυμούσε να είναι, σύμφωνα με όσα έγραψε σε μια από τις επιστολές του, σε νορβηγική αστυνομική λογοτεχνία της δεκαετίας του ’70; Δεν ήμουν απολύτως σίγουρος γι’ αυτό, και αν διαβάσετε το πρώτο μυθιστόρημα, θα δείτε ότι είναι σχεδόν μια απομίμηση του Τσάντλερ, με πολλές παρομοιώσεις και έναν αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο που μιλάει σχεδόν σαν τον Φίλιπ Μάρλοου. Αλλά όταν το βιβλίο εκδόθηκε, ήταν μια τεράστια επιτυχία, και κανείς, ούτε οι αναγνώστες ούτε οι κριτικοί, δεν έβαλε ερωτήματα γι’ αυτόν τον «αμερικανό» ιδιωτικό ντετέκτιβ που ξαφνικά βρέθηκε να δουλεύει στο Μπέργκεν. Εγώ προσωπικά, διαπίστωσα ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ταίριαζε πολύ καλύτερα στο στυλ γραφής μου από το τρίτο πρόσωπο που είχα χρησιμοποιήσει όταν έγραφα για τους δύο αστυνομικούς. Από το δεύτερο βιβλίο της σειράς, δεν πρόκειται πλέον για απομίμηση, αλλά για σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα με έναν σύγχρονο ήρωα, ο οποίος τυχαίνει να είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ.

 

Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τον κύριο χαρακτήρα της διάσημης σειράς σας, τον Βαργ Βέουμ. Δεν είναι πια ο μοναδικός του είδους του στο σύγχρονο σκανδιναβικό αστυνομικό, αλλά σίγουρα ήταν ο πρώτος. Έχετε πει ότι «είναι μακρινός ξάδελφος του Μάρλοου, του Λου Άρτσερ και άλλων αμερικανικών ιδιωτικών ντετέκτιβ». Και είναι αλήθεια ότι είναι «ο αρχετυπικός μοναχικός λύκος», ένας μοναχικός άνθρωπος στην παράδοση του αμερικανικού hard-boiled, ένας τίμιος, φτωχός, ιδεαλιστής, σοφός ιδιωτικός ντετέκτιβ, που έχει μια προβληματική σχέση με την επίσημη αστυνομία και ένα πρόβλημα με το αλκοόλ. Ταυτόχρονα, είναι «άνθρωπος της χώρας του και πολύ χαρακτηριστικός της γενιάς του· είναι ο παροιμιώδης πολιτικά και κοινωνικά συνειδητοποιημένος εκπρόσωπος της γενιάς του 1968». Ήταν κοινωνικός λειτουργός που ασχολούταν κυρίως με παιδιά πριν γίνει ιδιωτικός ντετέκτιβ και δεν είχε εργαστεί για την αστυνομία ή τον εισαγγελέα, όπως οι αμερικανοί συνάδελφοί του. Πώς εμπνευστήκατε αυτόν τον χαρακτήρα και, δεδομένου ότι έχουν περάσει περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες από την έκδοση του πρώτου βιβλίου, πώς εξηγείτε την αξιοσημείωτη αντοχή του;

 Περιγράφετε τέλεια τον Βέουμ, όπως ακριβώς τον βλέπω κι εγώ ο ίδιος. Όταν ξεκίνησα αυτό το πείραμα, ένα πράγμα ήταν σημαντικό για μένα: Να κάνω τον πρωταγωνιστή έναν σύγχρονο Νορβηγό, στον οποίο πολλοί αναγνώστες θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν στοιχεία από τον εαυτό τους. Δεδομένου ότι τα αμερικανικά πρότυπα ήταν ερευνητές της αστυνομίας ή της εισαγγελίας, θα ήταν υπερβολική αντιγραφή αν του έδινα παρόμοιο παρελθόν. Το γεγονός ότι ήταν κοινωνικός λειτουργός που έβγαινε στους δρόμους του Μπέργκεν και έψαχνε για παιδιά που είχαν δύσκολη ζωή, έκαναν χρήση ναρκωτικών ή/και είχαν καταλήξει στην πορνεία, του έδωσε το απαραίτητο υπόβαθρο για να γίνει ιδιωτικός ντετέκτιβ, και επιπλέον μια κοινωνική συνείδηση που τον ανάγκαζε να προσπαθεί μέχρι τέλους να εξιχνιάσει με πείσμα τις υποθέσεις που αναλάμβανε. Ο πρωταγωνιστής μεγαλώνει, όπως και ο συγγραφέας. Στο πρώτο βιβλίο της σειράς ήταν 34 ετών, στο εικοστό που μόλις κυκλοφόρησε στη Νορβηγία, είναι 62. Και εξακολουθεί να είναι ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας που λειτουργεί για τον συγγραφέα· και ελπίζω και για τους αναγνώστες.

 

Έχει σημειωθεί ότι «η έντονη αίσθηση του τόπου στη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία συνδέεται με το γεγονός ότι συχνά υπάρχει ένας βιογραφικός δεσμός μεταξύ του συγγραφέα και του τόπου που επιλέγει να τοποθετεί τις ιστορίες που αφηγείται». Και αυτό ισχύει και στη δική σας περίπτωση, αφού τα μυθιστορήματά σας διαδραματίζονται στη γενέτειρά σας, το Μπέργκεν, μια γοητευτική πόλη με μακρά πολιτιστική παράδοση στο θέατρο, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Θα λέγατε ότι το Μπέργκεν είναι σε μεγάλο βαθμό ένας χαρακτήρας στο έργο σας; Τι χρειάστηκε για να μετατρέψετε την πόλη σε σκηνικό κατάλληλο για τις αστυνομικές σας ιστορίες;

 Το Μπέργκεν είναι σίγουρα ένας χαρακτήρας της σειράς. Ένας καθηγητής λογοτεχνίας που έγραψε ένα άρθρο για το συγγραφικό μου έργο πριν από μερικά χρόνια, σημείωνε ότι μέσα από τα βιβλία μου μπορούσες να δεις πώς το Μπέργκεν άλλαζε με τα χρόνια, αφού ήμουν τόσο λεπτομερής στην περιγραφή της πόλης. Μου φαίνεται ότι γνωρίζετε και εσείς το Μπέργκεν, και αν το έχετε επισκεφθεί, θα έχετε διαπιστώσει ότι αποτελεί το τέλειο φόντο για κάθε λογοτεχνικό είδος, με τα βουνά που περιβάλλουν το λιμάνι και το φιόρδ, και μια αρχιτεκτονική που αφηγείται την ιστορία πολλών αιώνων. Το Μπέργκεν είναι γνωστό ως βροχερή πόλη, και η βροχή, τα στενά δρομάκια και οι σκοτεινές χειμωνιάτικες νύχτες το καθιστούν ακόμη πιο ιδανικό για αστυνομικά μυθιστορήματα, σχεδόν σαν σκηνικό ενός φιλμ νουάρ.

 

 Στα βιβλία σας ασχολείστε με θέματα που σας ενδιαφέρουν, όπως οι ρωγμές στο άλλοτε φημισμένο σκανδιναβικό κράτος πρόνοιας και η κατάρρευση του κοινοτικού πνεύματος, με συγκρούσεις και προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, όπως τα ναρκωτικά και η πορνεία, τα παραμελημένα παιδιά, οι συμμορίες εφήβων, η μετανάστευση, τα περιβαλλοντικά προβλήματα, αλλά και η ιστορία της Νορβηγίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχετε πει «τα αστυνομικά μου μυθιστορήματα αποτελούν έναν καθρέφτη της νορβηγικής κοινωνίας». Θεωρείτε τον εαυτό σας πολιτικό συγγραφέα;

 Και ναι και όχι. Ασκώ κριτική σε πολλές πτυχές της σύγχρονης νορβηγικής κοινωνίας, αλλά στην καρδιά μου είμαι, όπως οι περισσότεροι Νορβηγοί, σοσιαλδημοκράτης, όχι επαναστάτης. Θέλω οι αναγνώστες μου να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτω, ακολουθώντας κάτι που είχε πει ο Χένρικ Ίψεν: «Εγώ απλώς θέτω τα ερωτήματα, η δουλειά μου δεν είναι να απαντώ».

 

Υπάρχουν κάποια αστυνομικά βιβλία που θα θέλατε να είχατε γράψει εσείς, και αν ναι, γιατί;

 Το αγαπημένο μου αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το How Like an Angel της Μάργκαρετ Μίλαρ, της συζύγου του Ρος Μακντόναλντ, ένα τέλειο μείγμα hard boiled, μυθιστορήματος μυστηρίου, και ψυχολογικού θρίλερ. Αυτό είναι ένα βιβλίο που θα ήθελα πολύ να είχα γράψει εγώ.

 

 Ο Βαργ Βέουμ έχει επίσης μεταφερθεί στον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και το θέατρο. Πόσο πιστές ήταν αυτές οι διασκευές στις πρωτότυπες ιστορίες;

 Οι διασκευές των μυθιστορημάτων για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση είναι πολύ ελεύθερες. Σε μία τουλάχιστον από αυτές (Buried dogs) έχει μείνει μόνο ο μισός τίτλος. Σε πολλές από τις άλλες μπορείτε να αναγνωρίσετε κάποια ονόματα και κάποια στοιχεία από το πρωτότυπο μυθιστόρημα, αλλά μέχρι εκεί. Οι περισσότερες από αυτές είναι πολύ καλές ταινίες, και οι χαρακτήρες του Βέουμ και του αστυνομικού Χάμρε  ερμηνεύονται από πολύ καλούς ηθοποιούς, οι οποίοι τους δίνουν ένα είδος γοητείας, αλλά θα προτιμούσα οι ιστορίες να είναι πιο κοντά στα πρωτότυπα βιβλία. Όσον αφορά τις διασκευές για το ραδιόφωνο, ήμουν συν-συγγραφέας στις περισσότερες από αυτές, και η μόνη διασκευή για το θέατρο, το Fallen angels το 2006, ήταν δική μου.

 

Έχετε δηλώσει ότι πάντα σας άρεσε να ακούτε τζαζ. Επίσης, ο Βαργ Βέουμ έχει το ίδιο γούστο με εσάς και, μεταξύ 2002 και 2009, το κουαρτέτο τζαζ του Jan Kåre Hystad κυκλοφόρησε μια σειρά τριών CD με την ονομασία Varg Time, με την αγαπημένη μουσική του Βέουμ. Θα μπορούσατε να μας πείτε περισσότερα για τις προτιμήσεις σας στη τζαζ και για αυτά τα CD;

 Στις κλασικές ταινίες νουάρ από τις δεκαετίες του ’40 ή του ’50, υπάρχει σχεδόν πάντα μουσική τζαζ στο παρασκήνιο. Εγώ ο ίδιος είμαι λάτρης της τζαζ από τότε που ήμουν έφηβος, και άκουγα Φρανκ Σινάτρα και μεγάλες ορχήστρες τζαζ, όταν οι φίλοι μου άκουγαν Έλβις Πρίσλεϊ και πιο μετά Μπητλς. Αργότερα, άρχισα να ακούω σαξοφωνίστες, όπως ο Μπεν Γουέμπστερ, ο Σταν Γκετζ και πολλοί άλλοι, ακόμη και οι νέοι, όπως ο  Τζόσουα Ρέντμαν. Κάναμε το πρώτο CD το 2002 για να γιορτάσουμε τα εξηκοστά γενέθλια του Βέουμ. Πολλές φορές αργότερα κάναμε ζωντανές εμφανίσεις Vargtime, στις οποίες εγώ μιλούσα για τον Βαργ και διάβαζα αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα, ενώ το κουαρτέτο έπαιζε τις μελωδίες από τα CD και άλλα κλασικά κομμάτια της τζαζ. Παρόμοιες εκδηλώσεις κάνουμε πολύ συχνά στα γενέθλια του ντετέκτιβ, τα οποία γιορτάζουμε κάθε χρόνο στις 15 Οκτωβρίου.

 

Και οι τελευταίες ερωτήσεις: Έχουν περάσει περισσότερα από 45 χρόνια από τότε που δημιουργήσατε τον χαρακτήρα του Βαργ και ξεκινήσατε τη σειρά βιβλίων. Πώς νομίζετε ότι έχετε εξελιχθεί ως συγγραφέας με την πάροδο των ετών;

Έχετε την ευκαιρία να ακολουθήσετε τον πρωταγωνιστή σας σε μεγάλη ηλικία, να ζήσετε μαζί του τόσα χρόνια. Μπορώ να ρωτήσω ποια είναι τα σχέδιά σας σχετικά με τη σειρά; Νομίζω ότι μιλώ εκ μέρους πολλών αναγνωστών λέγοντας πως ελπίζουμε ότι το τέλος δεν είναι κοντά…

Έχω ωριμάσει ως συγγραφέας, όπως ωρίμασε και ο Βαργ Βέουμ ως χαρακτήρας, και, όπως είπα και πριν, βλέπω ότι το ύφος στα πιο πρόσφατα μυθιστορήματα είναι διαφορετικό από αυτό που ήταν στο πρώτο μισό της σειράς. Ο ίδιος ο Βαργ είναι πάνω κάτω το ίδιο πρόσωπο με αυτό που ήταν στην αρχή, αλλά μεγαλύτερος, πιο προσεκτικός όταν συναντά τους κακούς, αλλά εξακολουθεί να είναι αρκετά «σκληροτράχηλος» ώστε να ανταποκρίνεται στη φήμη του. Πάντα έλεγα ότι θα γράφω για τον Βαργ Βέουμ όσο λειτουργεί το μυαλό μου, αλλά είμαι 76 ετών τώρα, και το επόμενο βιβλίο που θα γράψω, θα έχει ιστορικό θέμα, περισσότερο σαν την Τριλογία του Μπέργκεν, οπότε φοβάμαι ότι δεν θα υπάρξει νέο μυθιστόρημα για τον Βαργ πριν από το 2027· αλλά υπάρχουν ακόμα πολλά που δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχούν οι Έλληνες αναγνώστες μου!

 

 Χάρηκα πραγματικά που είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί σας. Σας ευχαριστώ θερμά που βρήκατε το χρόνο γι’ αυτή τη συνέντευξη.

 Σας ευχαριστώ πολύ για τις καίριες ερωτήσεις σας. Βλέπω ότι γνωρίζετε πολλά για τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία και χαίρομαι που είχα την ευκαιρία να απαντήσω στις ερωτήσεις σας.

Με τις καλύτερες ευχές μου, Gunnar Staalesen.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Τα Patrick Quentin, Q. Patrick και Jonathan Stagge ήταν λογοτεχνικά ψευδώνυμα που χρησιμοποίησαν οι συγγραφείς αστυνομικών Hugh Callingham Wheeler, Richard Wilson Webb, Martha Mott Kelley και Mary Louise White Aswell από τη δεκαετία του 1930 έως τη δεκαετία του 1960. Οι περισσότερες ιστορίες είχαν γραφεί από τον Webb και τον Wheeler ή μόνο από τον Wheeler.

 

 

*Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ για τη βοήθεια στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης και τη Φοίβη-Ειρήνη Γεωργιάδη για τη συμβολή της στην επιμέλεια της μετάφρασης.

 

 

 

 

Ιnterview with GUNNAR STAALESEN

 Gunnar Staalesen is a major figure of the Nordic Crime Fiction, a prolific, award-winning author and has been praised as “one of the most important Norwegian crime writers of the 20th century”, “a master of well-crafted, strong, detailed classic novel plots”, and “one of the very best modern exponents of the poetic yet tough detective story”. Αmong the prizes he has received are the Rivertonprisen (1975 and 2002), the Palle Rosenkrantz-prisen (1990), the Svenska Deckarakademins Grand Master-diplom (2015) and the Petrona Award (2017).

 

 

– The first book of your series with Varg Veum, the most well-known private detective in Nordic crime fiction, was published in 1977, but before that you had written a crime fiction novel that won the “Riverton Prize” in 1975 and other books some years earlier. Could you tell us a little about those years, before you became a full-time writer, when you were still working as a press secretary at Den Nationale Scene in Bergen?

 I started to write when I was 17 years old and hoped to be a writer in the class of Henrik Ibsen, Knut Hamsun, and the other big names in Norwegian literature. At the same time, I was an avid reader of the world literature, from Hemingway and Camus to Jack Kerouac and LeClezio. I published my first novel in 1969, 22 years old, a poetic novel in the style of Kerouac, and another novel two years later. At this time, I was a student at the university of Bergen, studying French, English, and Literature. I was a press secretary at the theatre in Bergen in two periods, 1972-73 and 1976-87, and finished my studies at the university in 1976, majoring in English. In the same period, I discovered that crime literature could be much more then just entertainment, in the style of Agatha Christie and other masterly writers. I read the Swedish couple Sjöwall & Wahlöö and their series about Martin Beck, and I read Hammett, Chandler, and Ross Macdonald. This gave me the inspiration to write my first crime novel, a police procedural with two police detectives in Bergen as the main characters. This book won both the second prize in a crime novel contest that the Norwegian publishing house Gyldendal invited to, and then the Riverton Prize that year, and that was how my career as a crime writer started. I wrote two novels about these police detectives before the first one about Varg Veum, and then a third novel about the other ones. From 1979 on, when the second novel about Varg Veum was published, he was the main character in most of my detective novels. It was not before in 1987 that my books had started to sell so much that I could try to live from writing, as I have done in all the years that followed.

 

But even after becoming famous for the Veum novels, you have written other series such as The Bergen Trilogy, books for children, plays etc. How difficult it is to deal with so many different kinds of writing, and do these works influence the Veum series?

 I think that one of the reasons that I never have gone tired of writing about Varg Veum, is that I for many years have had intervals between the Veum novels. In the 90-s I wrote three novels for children, and in many years, I have written for the theatre: musicals, comedies, and adaptations of both my own novels and works by the important female writer from Bergen, Amalie Skram. I must say that The Bergen trilogy, which is now a quartet, is my main work, telling the story of the 20th Century as a collection of several family chronicles from Bergen. But it is a crime novel too, starting with a murder on the New Years Eve 1899, that is solved (by Varg Veum!) on New Years Eve 1999. I think one can see a change of style in the Veum novels before and after the trilogy, since these three novels were written in the 3rd person, but I have never had any great problems with changing from one style to another, in the later years mostly from drama writing to crime novel.

 

Let’s come to crime fiction. How did you decide to start writing crime novels? And one more question: you have talked about the inspiration you had in your work from writers like Sjöwall and Wahlöö, and especially from the American “holy trinity” of hard boiled (Chandler, Hammett and Macdonald). Would you tell us more about the authors who have influenced you in any way?

 When I started to write crime fiction, those names were the most important, both the two Swedes, but mostly Chandler and Ross Macdonald. But since crime writing is a craft, I have learned from my earlier readings too, most from Agatha Christie and Quentin Patrick, I believe. The influence from Amalie Skram is very important too, but that is most visible in The Bergen Trilogy.

 

–  Norwegian crime fiction, which became internationally well-known in the general context of Nordic Crime’s “great explosion”, has had a long history (the first “detective story” was published in the country in 1839), and, also, some distinctive features, one of which is a stronger tradition of hard- boiled private detectives compared to the other Nordic countries. You are the first and most famous of the modern Scandinavian authors of this subgenre. How did you decide to get involved in this “Norwegian version” of stories with a PI as the hero?

 The first novel about Varg Veum was a form of literary experiment: Could it be possible to transform this typical American form of detective novels, taking place in the period from the 20-s (Hammett) to the 70-s (Macdonald), and with Chandler as the “Shakespeare of crime fiction”, as he wished to be, according to what he wrote in one of his letters, into Norwegian crime fiction in the 70-s. I was absolutely not sure of that, and if you read the first novel, you will see that it is almost a pastiche of Chandler, with a lot of similes, and a 1st person narrator that speaks almost like Philip Marlowe. But when the book was published, it was a huge success, and no one – neither readers nor critics – put a question mark after this American PI suddenly working in Bergen. To me personally, I found that the 1st person narrator fitted my style of writing much better than the 3rd person I had used when I wrote about the two police detectives. From the second book in the series, it is no longer a pastiche, but modern crime novels with a modern hero, who by accident is a private detective.

 

I think it’s high time to talk about the main character of your famous series, Varg Veum. He is not the only one of his kind in contemporary Nordic Crime anymore, but he surely was the first. You have said that “he is a distant cousin of Marlowe, Lew Archer and other American private eyes”. And it’ s true that he is “the archetypal lone wolf”, a loner in the hard-boiled tradition of American crime, he is an honest, poor, idealistic, wise-cracking private eye, he has a troubled relationship with the official police and a problem with alcohol. At the same time, he is “a man of his own country, and very much of his generation; he is the proverbial politically and socially conscious ‘sixty-eight’er” and he was a social worker who dealt primarily with children before he became a private investigator and had not worked for the police or the DA, like his American counterparts had. How did this character come to you and since it’s been more than four decades since the first book was published, how do you account for his remarkable durability?

 You give yourself a perfect description of Varg Veum, the way I see him myself. When I started this experiment, it was one thing that was important for me: I made him very Norwegian, with a lot of contemporary elements, which many readers could recognize as their own. Since the American models had been investigators for the police or the DA, it would be too much a copy if I gave him the same background. A social worker – he had been out in the streets of Bergen looking for children who had difficult lives, using drugs, being prostitutes, and this gave him the necessary background for being a PI, and in addition to that: a social conscience that forced him to follow the cases that he got to the bitter end, stubborn as he is, too. Like the writer, he is getting older. In the first book he was 34, in number 20 that is just published in Norway, he is 62. And he is still a literary character that functions for the writer – and then, I hope, for the readers as well.

 

– It has been noted that “the strong sense of place in Scandinavian crime fiction is connected to the fact that there often is a biographical bond between the author and the location chosen for the stories told”. And that’s true in your case as well, since your novels are set in your hometown, Bergen, a charming city with a long cultural tradition in theater, music and literature. Would you say that Bergen is very much a character in your work? What was required to transform the city into a locale suitable for your crime stories?

 Bergen is definitely a character in the series. A literary professor who wrote an article about my writing some years ago wrote that through my books you could see how Bergen was changing through the years, since I was so detailed in my description of the city. It seems to me that you know Bergen yourself, and if you have visited the city, you would have seen that it is the perfect background for all sorts of literature, with the mountains surrounding the harbor and the fjord, and an arhitecture that tells the story of several centuries. Bergen is known as a rainy city, and the rain, the narrow streets and the dark winter nights makes it even more perfect for crime novels, almost like a decoration of a film noir.

 

 – In your books you deal with issues you care about, such as the fractures in the once-famous Scandinavian welfare state and the collapse of community spirit, with contemporary conflicts, problems, and difficulties in the society such as drugs and prostitution, neglected children, teenage gangs, immigration, environmental problems, and also the history of Norway during World War II. You have said “My crime fiction holds up a mirror to Norwegian society”. Do you consider yourself a political writer?

 Yes and no. I have a critic view on many aspects of modern Norwegian society, but I am in my heart – like most Norwegian – a social democrat, not a revolutionary. I want my readers to give their own answers to the questions I pose, following one of the slogans of Henrik Ibsen: I just ask the questions, my job is not to answer.

 

– Are there any crime fiction book(s) you wish you had written and, if yes, why?

 My favorite crime novel is How Like an Angel by Margaret Millar, the wife of Ross Macdonald, a perfect mixture between PI novel, mystery, and psychological thriller. That is a book I would have loved to have written myself.

 

  – Varg Veum has also been interpreted on film, radio, and stage. How true have these adaptions been to the original stories?

 The adaptations of the novels for film and television are very free. In at least one of them (Buried dogs) only half the title is left. In many of the other ones you can recognize some names and some elements from the original novel, but that is all. Most of them are very okay films, and the characters of Veum and the policeman Hamre is done by very good actors, which give them some sort of charm, but I would have preferred the stories to be closer to the original books. When it comes to the adaptations for the radio, I was a co-writer on most of them, and the only adaptation for the stage, Fallen angels in 2006, was my own.

 

– You have said you had always loved listening to jazz. Also, Varg Veum has the same taste as you and, between 2002 and 2009, the Jan Kåre Hystad’s jazz quartet released a series of three CDs named “Varg Time” with Veum’s Favorite music. Could you tell us more about your jazz preferences and the “Varg Time” CDs?

 When you see a classic film noir from the 40-s or 50-s, there are almost always a jazz score in the background. I have myself been fond of jazz since I was a teenager, listening to Frank Sinatra and big jazz orchestras when my buddies were listening to Elvis Presley and later the Beatles. Later, I got the taste of listening to saxophone players, like Ben Webster, Stan Getz and many other, even the new ones like Joshua Redman. When we made the first Vargtime CD, it was to celebrate that Varg Veum was 60 that year (2002), and later we have been doing Vargtime performances live, with me speaking about Varg, reading from the novels, and the quartet playing the tunes from the CDs and other jazz classics, many times during the years, very often on the celebration of the birthday of the detective, 15 October, that we do every year.

 

– And the last questions: It’s been more than 45 years since you have created the Varg character and started the Veum series. How do you feel you have developed as a writer over the years?

  • You have the opportunity to follow your protagonist into old age, to live with him so many years. May I ask what are your plans about the series? I think I speak for a lot of readers in saying: we hope the end of the Veum series is not near…

 I have matured as a writer, as Varg Veum has matured as a character, and as I said before, I can see that the style in the later novels is different from how it was in the first half of the series. Varg himself is more or less the same person as he was in the beginning but older, more careful when he meets the tough guys, but still “hard-boiled” enough to live up to his reputation. I have always said that I will write about Varg Veum as long as my head functions, but I am 76 now, and the next book I will write, will be a new one with an historical theme, more like The Bergen Trilogy, so I am afraid that there will not be a new Varg Veum novel before in 2027 – but there are still many that have not yet been translated into Greek, so no worries for my Greek readers!

 

 –It was really a pleasure for me to have the opportunity for this interview with you. Thank you very much for taking the time to answer my questions.

 Thank you very much for your very competent questions. I can see that you know a lot about Scandinavian crime fiction, and I am happy to have had the opportunity to answer your questions.

Best wishes, Gunnar Staalesen