ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ GUNNAR STAALESEN

staalesen samtiden.no Berit Roald - NTB

[photo: samtiden.no , Berit Roald – NTB]

 

Συνέντευξη με τον GUNNAR STAALESEN

από τον Νίκο Μ. Γεωργιάδη

 

 

Ο Γκούναρ Στόλεσεν είναι μια μεγάλη μορφή της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, ένας παραγωγικός, βραβευμένος συγγραφέας που έχει χαρακτηριστεί ως «ένας από τους σημαντικότερους Νορβηγούς συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών του 20ού αιώνα», «ένας δεξιοτέχνης της καλοδουλεμένης, δυνατής και λεπτομερούς πλοκής κλασικών μυθιστορημάτων» και «ένας από τους καλύτερους σύγχρονους εκφραστές της ποιητικής και ταυτόχρονα σκληρής αστυνομικής ιστορίας». Ανάμεσα στα βραβεία που έχει κερδίσει είναι το Riverton (1975 και 2002), το Palle Rosenkrantz (1990), το Svenska Deckarakademins Grand Master-diplom (2015) και το Petrona Award (2017). Από τα είκοσι βιβλία του με τον Βαργ Βέουμ κυκλοφορούν στα ελληνικά, μέχρι τώρα, μόνο τέσσερα: Δικός σου ως τον θάνατο (2012, μτφ. Σ. Σουλιώτης), Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι (2012, μτφ. Κ. Γλυνιαδάκη), Μαύρα πρόβατα (2012, μτφ. Γ. Στρίγκος) [εκδόσεις ΠΟΛΙΣ] και Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ (2023, μτφ. Β. Γιαννίσης) [εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ]. 

 

 

 

-Το πρώτο βιβλίο της σειράς σας με τον Βάργ Βέουμ, τον πιο διάσημο ιδιωτικό ντετέκτιβ της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, κυκλοφόρησε το 1977, αλλά πριν από αυτό είχατε γράψει ένα άλλο αστυνομικό που βραβεύτηκε με το βραβείο Riverton το 1975, και άλλα βιβλία λίγα χρόνια πριν. Θα μπορούσατε να μας πείτε μερικά πράγματα για εκείνα τα χρόνια, προτού ασχοληθείτε αποκλειστικά με τη συγγραφή, όταν ακόμη δουλεύατε ως υπεύθυνος Τύπου στο θέατρο Den Nationale Scene στο Μπέργκεν;

Άρχισα να γράφω όταν ήμουν 17 ετών και είχα την ελπίδα να γίνω συγγραφέας του μεγέθους του Χένρικ Ίψεν, του Κνουτ Χάμσουν και των άλλων μεγάλων της νορβηγικής λογοτεχνίας. Παράλληλα, διάβαζα μανιωδώς παγκόσμια λογοτεχνία, από Χέμινγουεϊ και Καμύ μέχρι Τζακ Κέρουακ και Λε Κλεζιό.  Δημοσίευσα το πρώτο μου μυθιστόρημα το 1969, όταν ήμουν 22 ετών, ένα ποιητικό μυθιστόρημα στο ύφος του Κέρουακ, και ένα ακόμη δύο χρόνια αργότερα. Εκείνη την εποχή ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Μπέργκεν, όπου σπούδαζα γαλλικά, αγγλικά και λογοτεχνία. Υπήρξα γραμματέας Τύπου στο θέατρο του Μπέργκεν για δύο περιόδους, το 1972-73 και το 1976-87, και ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο το 1976, με ειδίκευση στην αγγλική γλώσσα. Την ίδια περίοδο, ανακάλυψα ότι η αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή ψυχαγωγία, στο ύφος της Άγκαθα Κρίστι και άλλων μεγάλων συγγραφέων του είδους. Διάβασα τη σειρά με τον Μάρτιν Μπεκ του ζευγαριού των Σουηδών Μαρί Χιεβάλ και Περ Βαλέε, καθώς και Χάμετ, Τσάντλερ και Ρος Μακντόναλντ. Αυτό μου έδωσε την έμπνευση να γράψω το πρώτο μου αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα police procedural με πρωταγωνιστές δύο ντετέκτιβ της αστυνομίας στο Μπέργκεν. Το βιβλίο αυτό κέρδισε τόσο το δεύτερο βραβείο σε έναν διαγωνισμό αστυνομικών μυθιστορημάτων που είχε διοργανώσει ο νορβηγικός εκδοτικός οίκος Gyldendal, όσο και το βραβείο Riverton εκείνη τη χρονιά, και έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Έγραψα δύο βιβλία με αυτούς τους αστυνομικούς πριν από το πρώτο με τον Βαργ Βέουμ, και στη συνέχεια ένα τρίτο μυθιστόρημα με τους ίδιους. Από το 1979 και μετά, όταν εκδόθηκε το δεύτερο μυθιστόρημα με τον Βέουμ, αυτός ήταν ο κύριος χαρακτήρας στα περισσότερα αστυνομικά μου μυθιστορήματα. Μόλις το 1987 τα βιβλία μου είχαν αρχίσει να πουλάνε τόσο πολύ ώστε να μπορώ να προσπαθήσω να ζω από τη συγγραφή, όπως έκανα όλα τα επόμενα χρόνια.

 

Αλλά ακόμη και αφού γίνατε διάσημος για τα μυθιστορήματα με τον Βέουμ, γράψατε και άλλες σειρές, όπως την Τριλογία του Μπέργκεν, βιβλία για παιδιά, θεατρικά έργα κ.λπ. Πόσο δύσκολο είναι να ασχολείστε με τόσα διαφορετικά είδη; Επηρεάζουν αυτά τα έργα τη σειρά με τον Βέουμ;

 Νομίζω ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν κουράστηκα ποτέ να γράφω για τον Βαργ Βέουμ, είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια έκανα διαλείμματα μεταξύ των μυθιστορημάτων αυτής της σειράς. Τη δεκαετία του ’90 έγραψα τρία μυθιστορήματα για παιδιά, και εδώ και πολλά χρόνια γράφω για το θέατρο: μιούζικαλ, κωμωδίες και διασκευές τόσο των δικών μου μυθιστορημάτων όσο και έργων της Αμέλιε Σκραμ, σημαντικής συγγραφέα από το Μπέργκεν. Πρέπει να πω ότι η Τριλογία του Μπέργκεν, η οποία έχει γίνει πλέον κουαρτέτο, είναι το κύριο έργο μου, που αφηγείται την ιστορία του 20ού αιώνα ως μια συλλογή διάφορων οικογενειακών χρονικών από το Μπέργκεν. Είναι όμως παράλληλα και αστυνομικό μυθιστόρημα, που αρχίζει με έναν φόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1899, ο οποίος εξιχνιάζεται (από τον Βαργ Βέουμ!) την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1999. Νομίζω ότι μπορεί κανείς να δει μια αλλαγή ύφους στα βιβλία του Βέουμ πριν και μετά την τριλογία, αφού αυτά τα τρία μυθιστορήματα γράφτηκαν σε τρίτο πρόσωπο, αλλά ποτέ δεν είχα σοβαρά προβλήματα με την αλλαγή από το ένα ύφος στο άλλο, τα τελευταία χρόνια κυρίως από τη συγγραφή θεατρικών έργων στο αστυνομικό μυθιστόρημα.

 

Ας έρθουμε στην αστυνομική λογοτεχνία. Πώς αποφασίσατε να αρχίσετε να γράφετε αστυνομικά; Και μια ακόμη ερώτηση: έχετε μιλήσει για την έμπνευση που είχατε στο έργο σας από συγγραφείς όπως η Χιεβάλ και ο Βαλέε, και κυρίως από την αμερικανική «αγία τριάδα» του hard boiled (Χάμετ, Τσάντλερ και Μακντόναλντ). Θα μπορούσατε να μας πείτε περισσότερα για τους συγγραφείς που σας επηρέασαν με οποιονδήποτε τρόπο;

Όταν άρχισα να γράφω αστυνομική λογοτεχνία, αυτά τα ονόματα ήταν τα πιο σημαντικά, το ζευγάρι Χιεβάλ και Βαλέε, αλλά κυρίως ο Τσάντλερ και ο Ρος Μακντόναλντ. Επειδή όμως η συγγραφή αστυνομικών είναι τέχνη, έμαθα και από τα παλαιότερα αναγνώσματά μου, περισσότερο, πιστεύω, από την Άγκαθα Κρίστι και τον Πάτρικ Κουέντιν [1]. Η επιρροή από την Αμέλιε Σκραμ είναι επίσης πολύ σημαντική, αλλά αυτό είναι πιο ορατό στην Τριλογία του Μπέργκεν.

 

Η νορβηγική αστυνομική λογοτεχνία, που έγινε διεθνώς γνωστή στο γενικότερο πλαίσιο της «μεγάλης έκρηξης» του σκανδιναβικού αστυνομικού, έχει μακρά ιστορία (το πρώτο «αστυνομικό αφήγημα» εκδόθηκε στη χώρα το 1839) και, επίσης, ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ένα από τα οποία είναι η ισχυρότερη παράδοση των ιδιωτικών ντετέκτιβ του hard boiled σε σύγκριση με τις άλλες σκανδιναβικές χώρες. Είστε ο πρώτος και πιο διάσημος από τους σύγχρονους Σκανδιναβούς συγγραφείς αυτού του υποείδους. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτή τη «νορβηγική εκδοχή» των ιστοριών με ήρωα έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ;

 Το πρώτο μυθιστόρημα με τον Βαργ Βέουμ ήταν μια μορφή λογοτεχνικού πειράματος: Θα ήταν δυνατόν να μετατραπεί αυτή η τυπικά αμερικανική μορφή αστυνομικών μυθιστορημάτων, που διαδραματίζεται στην περίοδο από την δεκαετία του ’20 (Χάμετ) έως την δεκαετία του ’70 (Μακντόναλντ), και με τον Τσάντλερ ως τον «Σαίξπηρ της αστυνομικής λογοτεχνίας», όπως ο ίδιος επιθυμούσε να είναι, σύμφωνα με όσα έγραψε σε μια από τις επιστολές του, σε νορβηγική αστυνομική λογοτεχνία της δεκαετίας του ’70; Δεν ήμουν απολύτως σίγουρος γι’ αυτό, και αν διαβάσετε το πρώτο μυθιστόρημα, θα δείτε ότι είναι σχεδόν μια απομίμηση του Τσάντλερ, με πολλές παρομοιώσεις και έναν αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο που μιλάει σχεδόν σαν τον Φίλιπ Μάρλοου. Αλλά όταν το βιβλίο εκδόθηκε, ήταν μια τεράστια επιτυχία, και κανείς, ούτε οι αναγνώστες ούτε οι κριτικοί, δεν έβαλε ερωτήματα γι’ αυτόν τον «αμερικανό» ιδιωτικό ντετέκτιβ που ξαφνικά βρέθηκε να δουλεύει στο Μπέργκεν. Εγώ προσωπικά, διαπίστωσα ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ταίριαζε πολύ καλύτερα στο στυλ γραφής μου από το τρίτο πρόσωπο που είχα χρησιμοποιήσει όταν έγραφα για τους δύο αστυνομικούς. Από το δεύτερο βιβλίο της σειράς, δεν πρόκειται πλέον για απομίμηση, αλλά για σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα με έναν σύγχρονο ήρωα, ο οποίος τυχαίνει να είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ.

 

Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τον κύριο χαρακτήρα της διάσημης σειράς σας, τον Βαργ Βέουμ. Δεν είναι πια ο μοναδικός του είδους του στο σύγχρονο σκανδιναβικό αστυνομικό, αλλά σίγουρα ήταν ο πρώτος. Έχετε πει ότι «είναι μακρινός ξάδελφος του Μάρλοου, του Λου Άρτσερ και άλλων αμερικανικών ιδιωτικών ντετέκτιβ». Και είναι αλήθεια ότι είναι «ο αρχετυπικός μοναχικός λύκος», ένας μοναχικός άνθρωπος στην παράδοση του αμερικανικού hard-boiled, ένας τίμιος, φτωχός, ιδεαλιστής, σοφός ιδιωτικός ντετέκτιβ, που έχει μια προβληματική σχέση με την επίσημη αστυνομία και ένα πρόβλημα με το αλκοόλ. Ταυτόχρονα, είναι «άνθρωπος της χώρας του και πολύ χαρακτηριστικός της γενιάς του· είναι ο παροιμιώδης πολιτικά και κοινωνικά συνειδητοποιημένος εκπρόσωπος της γενιάς του 1968». Ήταν κοινωνικός λειτουργός που ασχολούταν κυρίως με παιδιά πριν γίνει ιδιωτικός ντετέκτιβ και δεν είχε εργαστεί για την αστυνομία ή τον εισαγγελέα, όπως οι αμερικανοί συνάδελφοί του. Πώς εμπνευστήκατε αυτόν τον χαρακτήρα και, δεδομένου ότι έχουν περάσει περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες από την έκδοση του πρώτου βιβλίου, πώς εξηγείτε την αξιοσημείωτη αντοχή του;

 Περιγράφετε τέλεια τον Βέουμ, όπως ακριβώς τον βλέπω κι εγώ ο ίδιος. Όταν ξεκίνησα αυτό το πείραμα, ένα πράγμα ήταν σημαντικό για μένα: Να κάνω τον πρωταγωνιστή έναν σύγχρονο Νορβηγό, στον οποίο πολλοί αναγνώστες θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν στοιχεία από τον εαυτό τους. Δεδομένου ότι τα αμερικανικά πρότυπα ήταν ερευνητές της αστυνομίας ή της εισαγγελίας, θα ήταν υπερβολική αντιγραφή αν του έδινα παρόμοιο παρελθόν. Το γεγονός ότι ήταν κοινωνικός λειτουργός που έβγαινε στους δρόμους του Μπέργκεν και έψαχνε για παιδιά που είχαν δύσκολη ζωή, έκαναν χρήση ναρκωτικών ή/και είχαν καταλήξει στην πορνεία, του έδωσε το απαραίτητο υπόβαθρο για να γίνει ιδιωτικός ντετέκτιβ, και επιπλέον μια κοινωνική συνείδηση που τον ανάγκαζε να προσπαθεί μέχρι τέλους να εξιχνιάσει με πείσμα τις υποθέσεις που αναλάμβανε. Ο πρωταγωνιστής μεγαλώνει, όπως και ο συγγραφέας. Στο πρώτο βιβλίο της σειράς ήταν 34 ετών, στο εικοστό που μόλις κυκλοφόρησε στη Νορβηγία, είναι 62. Και εξακολουθεί να είναι ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας που λειτουργεί για τον συγγραφέα· και ελπίζω και για τους αναγνώστες.

 

Έχει σημειωθεί ότι «η έντονη αίσθηση του τόπου στη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία συνδέεται με το γεγονός ότι συχνά υπάρχει ένας βιογραφικός δεσμός μεταξύ του συγγραφέα και του τόπου που επιλέγει να τοποθετεί τις ιστορίες που αφηγείται». Και αυτό ισχύει και στη δική σας περίπτωση, αφού τα μυθιστορήματά σας διαδραματίζονται στη γενέτειρά σας, το Μπέργκεν, μια γοητευτική πόλη με μακρά πολιτιστική παράδοση στο θέατρο, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Θα λέγατε ότι το Μπέργκεν είναι σε μεγάλο βαθμό ένας χαρακτήρας στο έργο σας; Τι χρειάστηκε για να μετατρέψετε την πόλη σε σκηνικό κατάλληλο για τις αστυνομικές σας ιστορίες;

 Το Μπέργκεν είναι σίγουρα ένας χαρακτήρας της σειράς. Ένας καθηγητής λογοτεχνίας που έγραψε ένα άρθρο για το συγγραφικό μου έργο πριν από μερικά χρόνια, σημείωνε ότι μέσα από τα βιβλία μου μπορούσες να δεις πώς το Μπέργκεν άλλαζε με τα χρόνια, αφού ήμουν τόσο λεπτομερής στην περιγραφή της πόλης. Μου φαίνεται ότι γνωρίζετε και εσείς το Μπέργκεν, και αν το έχετε επισκεφθεί, θα έχετε διαπιστώσει ότι αποτελεί το τέλειο φόντο για κάθε λογοτεχνικό είδος, με τα βουνά που περιβάλλουν το λιμάνι και το φιόρδ, και μια αρχιτεκτονική που αφηγείται την ιστορία πολλών αιώνων. Το Μπέργκεν είναι γνωστό ως βροχερή πόλη, και η βροχή, τα στενά δρομάκια και οι σκοτεινές χειμωνιάτικες νύχτες το καθιστούν ακόμη πιο ιδανικό για αστυνομικά μυθιστορήματα, σχεδόν σαν σκηνικό ενός φιλμ νουάρ.

 

 Στα βιβλία σας ασχολείστε με θέματα που σας ενδιαφέρουν, όπως οι ρωγμές στο άλλοτε φημισμένο σκανδιναβικό κράτος πρόνοιας και η κατάρρευση του κοινοτικού πνεύματος, με συγκρούσεις και προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, όπως τα ναρκωτικά και η πορνεία, τα παραμελημένα παιδιά, οι συμμορίες εφήβων, η μετανάστευση, τα περιβαλλοντικά προβλήματα, αλλά και η ιστορία της Νορβηγίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχετε πει «τα αστυνομικά μου μυθιστορήματα αποτελούν έναν καθρέφτη της νορβηγικής κοινωνίας». Θεωρείτε τον εαυτό σας πολιτικό συγγραφέα;

 Και ναι και όχι. Ασκώ κριτική σε πολλές πτυχές της σύγχρονης νορβηγικής κοινωνίας, αλλά στην καρδιά μου είμαι, όπως οι περισσότεροι Νορβηγοί, σοσιαλδημοκράτης, όχι επαναστάτης. Θέλω οι αναγνώστες μου να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτω, ακολουθώντας κάτι που είχε πει ο Χένρικ Ίψεν: «Εγώ απλώς θέτω τα ερωτήματα, η δουλειά μου δεν είναι να απαντώ».

 

Υπάρχουν κάποια αστυνομικά βιβλία που θα θέλατε να είχατε γράψει εσείς, και αν ναι, γιατί;

 Το αγαπημένο μου αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το How Like an Angel της Μάργκαρετ Μίλαρ, της συζύγου του Ρος Μακντόναλντ, ένα τέλειο μείγμα hard boiled, μυθιστορήματος μυστηρίου, και ψυχολογικού θρίλερ. Αυτό είναι ένα βιβλίο που θα ήθελα πολύ να είχα γράψει εγώ.

 

 Ο Βαργ Βέουμ έχει επίσης μεταφερθεί στον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και το θέατρο. Πόσο πιστές ήταν αυτές οι διασκευές στις πρωτότυπες ιστορίες;

 Οι διασκευές των μυθιστορημάτων για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση είναι πολύ ελεύθερες. Σε μία τουλάχιστον από αυτές (Buried dogs) έχει μείνει μόνο ο μισός τίτλος. Σε πολλές από τις άλλες μπορείτε να αναγνωρίσετε κάποια ονόματα και κάποια στοιχεία από το πρωτότυπο μυθιστόρημα, αλλά μέχρι εκεί. Οι περισσότερες από αυτές είναι πολύ καλές ταινίες, και οι χαρακτήρες του Βέουμ και του αστυνομικού Χάμρε  ερμηνεύονται από πολύ καλούς ηθοποιούς, οι οποίοι τους δίνουν ένα είδος γοητείας, αλλά θα προτιμούσα οι ιστορίες να είναι πιο κοντά στα πρωτότυπα βιβλία. Όσον αφορά τις διασκευές για το ραδιόφωνο, ήμουν συν-συγγραφέας στις περισσότερες από αυτές, και η μόνη διασκευή για το θέατρο, το Fallen angels το 2006, ήταν δική μου.

 

Έχετε δηλώσει ότι πάντα σας άρεσε να ακούτε τζαζ. Επίσης, ο Βαργ Βέουμ έχει το ίδιο γούστο με εσάς και, μεταξύ 2002 και 2009, το κουαρτέτο τζαζ του Jan Kåre Hystad κυκλοφόρησε μια σειρά τριών CD με την ονομασία Varg Time, με την αγαπημένη μουσική του Βέουμ. Θα μπορούσατε να μας πείτε περισσότερα για τις προτιμήσεις σας στη τζαζ και για αυτά τα CD;

 Στις κλασικές ταινίες νουάρ από τις δεκαετίες του ’40 ή του ’50, υπάρχει σχεδόν πάντα μουσική τζαζ στο παρασκήνιο. Εγώ ο ίδιος είμαι λάτρης της τζαζ από τότε που ήμουν έφηβος, και άκουγα Φρανκ Σινάτρα και μεγάλες ορχήστρες τζαζ, όταν οι φίλοι μου άκουγαν Έλβις Πρίσλεϊ και πιο μετά Μπητλς. Αργότερα, άρχισα να ακούω σαξοφωνίστες, όπως ο Μπεν Γουέμπστερ, ο Σταν Γκετζ και πολλοί άλλοι, ακόμη και οι νέοι, όπως ο  Τζόσουα Ρέντμαν. Κάναμε το πρώτο CD το 2002 για να γιορτάσουμε τα εξηκοστά γενέθλια του Βέουμ. Πολλές φορές αργότερα κάναμε ζωντανές εμφανίσεις Vargtime, στις οποίες εγώ μιλούσα για τον Βαργ και διάβαζα αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα, ενώ το κουαρτέτο έπαιζε τις μελωδίες από τα CD και άλλα κλασικά κομμάτια της τζαζ. Παρόμοιες εκδηλώσεις κάνουμε πολύ συχνά στα γενέθλια του ντετέκτιβ, τα οποία γιορτάζουμε κάθε χρόνο στις 15 Οκτωβρίου.

 

Και οι τελευταίες ερωτήσεις: Έχουν περάσει περισσότερα από 45 χρόνια από τότε που δημιουργήσατε τον χαρακτήρα του Βαργ και ξεκινήσατε τη σειρά βιβλίων. Πώς νομίζετε ότι έχετε εξελιχθεί ως συγγραφέας με την πάροδο των ετών;

Έχετε την ευκαιρία να ακολουθήσετε τον πρωταγωνιστή σας σε μεγάλη ηλικία, να ζήσετε μαζί του τόσα χρόνια. Μπορώ να ρωτήσω ποια είναι τα σχέδιά σας σχετικά με τη σειρά; Νομίζω ότι μιλώ εκ μέρους πολλών αναγνωστών λέγοντας πως ελπίζουμε ότι το τέλος δεν είναι κοντά…

Έχω ωριμάσει ως συγγραφέας, όπως ωρίμασε και ο Βαργ Βέουμ ως χαρακτήρας, και, όπως είπα και πριν, βλέπω ότι το ύφος στα πιο πρόσφατα μυθιστορήματα είναι διαφορετικό από αυτό που ήταν στο πρώτο μισό της σειράς. Ο ίδιος ο Βαργ είναι πάνω κάτω το ίδιο πρόσωπο με αυτό που ήταν στην αρχή, αλλά μεγαλύτερος, πιο προσεκτικός όταν συναντά τους κακούς, αλλά εξακολουθεί να είναι αρκετά «σκληροτράχηλος» ώστε να ανταποκρίνεται στη φήμη του. Πάντα έλεγα ότι θα γράφω για τον Βαργ Βέουμ όσο λειτουργεί το μυαλό μου, αλλά είμαι 76 ετών τώρα, και το επόμενο βιβλίο που θα γράψω, θα έχει ιστορικό θέμα, περισσότερο σαν την Τριλογία του Μπέργκεν, οπότε φοβάμαι ότι δεν θα υπάρξει νέο μυθιστόρημα για τον Βαργ πριν από το 2027· αλλά υπάρχουν ακόμα πολλά που δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχούν οι Έλληνες αναγνώστες μου!

 

 Χάρηκα πραγματικά που είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί σας. Σας ευχαριστώ θερμά που βρήκατε το χρόνο γι’ αυτή τη συνέντευξη.

 Σας ευχαριστώ πολύ για τις καίριες ερωτήσεις σας. Βλέπω ότι γνωρίζετε πολλά για τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία και χαίρομαι που είχα την ευκαιρία να απαντήσω στις ερωτήσεις σας.

Με τις καλύτερες ευχές μου, Gunnar Staalesen.

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Τα Patrick Quentin, Q. Patrick και Jonathan Stagge ήταν λογοτεχνικά ψευδώνυμα που χρησιμοποίησαν οι συγγραφείς αστυνομικών Hugh Callingham Wheeler, Richard Wilson Webb, Martha Mott Kelley και Mary Louise White Aswell από τη δεκαετία του 1930 έως τη δεκαετία του 1960. Οι περισσότερες ιστορίες είχαν γραφεί από τον Webb και τον Wheeler ή μόνο από τον Wheeler.

 

 

*Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ για τη βοήθεια στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης και τη Φοίβη-Ειρήνη Γεωργιάδη για τη συμβολή της στην επιμέλεια της μετάφρασης.

 

 

 

 

Ιnterview with GUNNAR STAALESEN

 Gunnar Staalesen is a major figure of the Nordic Crime Fiction, a prolific, award-winning author and has been praised as “one of the most important Norwegian crime writers of the 20th century”, “a master of well-crafted, strong, detailed classic novel plots”, and “one of the very best modern exponents of the poetic yet tough detective story”. Αmong the prizes he has received are the Rivertonprisen (1975 and 2002), the Palle Rosenkrantz-prisen (1990), the Svenska Deckarakademins Grand Master-diplom (2015) and the Petrona Award (2017).

 

 

– The first book of your series with Varg Veum, the most well-known private detective in Nordic crime fiction, was published in 1977, but before that you had written a crime fiction novel that won the “Riverton Prize” in 1975 and other books some years earlier. Could you tell us a little about those years, before you became a full-time writer, when you were still working as a press secretary at Den Nationale Scene in Bergen?

 I started to write when I was 17 years old and hoped to be a writer in the class of Henrik Ibsen, Knut Hamsun, and the other big names in Norwegian literature. At the same time, I was an avid reader of the world literature, from Hemingway and Camus to Jack Kerouac and LeClezio. I published my first novel in 1969, 22 years old, a poetic novel in the style of Kerouac, and another novel two years later. At this time, I was a student at the university of Bergen, studying French, English, and Literature. I was a press secretary at the theatre in Bergen in two periods, 1972-73 and 1976-87, and finished my studies at the university in 1976, majoring in English. In the same period, I discovered that crime literature could be much more then just entertainment, in the style of Agatha Christie and other masterly writers. I read the Swedish couple Sjöwall & Wahlöö and their series about Martin Beck, and I read Hammett, Chandler, and Ross Macdonald. This gave me the inspiration to write my first crime novel, a police procedural with two police detectives in Bergen as the main characters. This book won both the second prize in a crime novel contest that the Norwegian publishing house Gyldendal invited to, and then the Riverton Prize that year, and that was how my career as a crime writer started. I wrote two novels about these police detectives before the first one about Varg Veum, and then a third novel about the other ones. From 1979 on, when the second novel about Varg Veum was published, he was the main character in most of my detective novels. It was not before in 1987 that my books had started to sell so much that I could try to live from writing, as I have done in all the years that followed.

 

But even after becoming famous for the Veum novels, you have written other series such as The Bergen Trilogy, books for children, plays etc. How difficult it is to deal with so many different kinds of writing, and do these works influence the Veum series?

 I think that one of the reasons that I never have gone tired of writing about Varg Veum, is that I for many years have had intervals between the Veum novels. In the 90-s I wrote three novels for children, and in many years, I have written for the theatre: musicals, comedies, and adaptations of both my own novels and works by the important female writer from Bergen, Amalie Skram. I must say that The Bergen trilogy, which is now a quartet, is my main work, telling the story of the 20th Century as a collection of several family chronicles from Bergen. But it is a crime novel too, starting with a murder on the New Years Eve 1899, that is solved (by Varg Veum!) on New Years Eve 1999. I think one can see a change of style in the Veum novels before and after the trilogy, since these three novels were written in the 3rd person, but I have never had any great problems with changing from one style to another, in the later years mostly from drama writing to crime novel.

 

Let’s come to crime fiction. How did you decide to start writing crime novels? And one more question: you have talked about the inspiration you had in your work from writers like Sjöwall and Wahlöö, and especially from the American “holy trinity” of hard boiled (Chandler, Hammett and Macdonald). Would you tell us more about the authors who have influenced you in any way?

 When I started to write crime fiction, those names were the most important, both the two Swedes, but mostly Chandler and Ross Macdonald. But since crime writing is a craft, I have learned from my earlier readings too, most from Agatha Christie and Quentin Patrick, I believe. The influence from Amalie Skram is very important too, but that is most visible in The Bergen Trilogy.

 

–  Norwegian crime fiction, which became internationally well-known in the general context of Nordic Crime’s “great explosion”, has had a long history (the first “detective story” was published in the country in 1839), and, also, some distinctive features, one of which is a stronger tradition of hard- boiled private detectives compared to the other Nordic countries. You are the first and most famous of the modern Scandinavian authors of this subgenre. How did you decide to get involved in this “Norwegian version” of stories with a PI as the hero?

 The first novel about Varg Veum was a form of literary experiment: Could it be possible to transform this typical American form of detective novels, taking place in the period from the 20-s (Hammett) to the 70-s (Macdonald), and with Chandler as the “Shakespeare of crime fiction”, as he wished to be, according to what he wrote in one of his letters, into Norwegian crime fiction in the 70-s. I was absolutely not sure of that, and if you read the first novel, you will see that it is almost a pastiche of Chandler, with a lot of similes, and a 1st person narrator that speaks almost like Philip Marlowe. But when the book was published, it was a huge success, and no one – neither readers nor critics – put a question mark after this American PI suddenly working in Bergen. To me personally, I found that the 1st person narrator fitted my style of writing much better than the 3rd person I had used when I wrote about the two police detectives. From the second book in the series, it is no longer a pastiche, but modern crime novels with a modern hero, who by accident is a private detective.

 

I think it’s high time to talk about the main character of your famous series, Varg Veum. He is not the only one of his kind in contemporary Nordic Crime anymore, but he surely was the first. You have said that “he is a distant cousin of Marlowe, Lew Archer and other American private eyes”. And it’ s true that he is “the archetypal lone wolf”, a loner in the hard-boiled tradition of American crime, he is an honest, poor, idealistic, wise-cracking private eye, he has a troubled relationship with the official police and a problem with alcohol. At the same time, he is “a man of his own country, and very much of his generation; he is the proverbial politically and socially conscious ‘sixty-eight’er” and he was a social worker who dealt primarily with children before he became a private investigator and had not worked for the police or the DA, like his American counterparts had. How did this character come to you and since it’s been more than four decades since the first book was published, how do you account for his remarkable durability?

 You give yourself a perfect description of Varg Veum, the way I see him myself. When I started this experiment, it was one thing that was important for me: I made him very Norwegian, with a lot of contemporary elements, which many readers could recognize as their own. Since the American models had been investigators for the police or the DA, it would be too much a copy if I gave him the same background. A social worker – he had been out in the streets of Bergen looking for children who had difficult lives, using drugs, being prostitutes, and this gave him the necessary background for being a PI, and in addition to that: a social conscience that forced him to follow the cases that he got to the bitter end, stubborn as he is, too. Like the writer, he is getting older. In the first book he was 34, in number 20 that is just published in Norway, he is 62. And he is still a literary character that functions for the writer – and then, I hope, for the readers as well.

 

– It has been noted that “the strong sense of place in Scandinavian crime fiction is connected to the fact that there often is a biographical bond between the author and the location chosen for the stories told”. And that’s true in your case as well, since your novels are set in your hometown, Bergen, a charming city with a long cultural tradition in theater, music and literature. Would you say that Bergen is very much a character in your work? What was required to transform the city into a locale suitable for your crime stories?

 Bergen is definitely a character in the series. A literary professor who wrote an article about my writing some years ago wrote that through my books you could see how Bergen was changing through the years, since I was so detailed in my description of the city. It seems to me that you know Bergen yourself, and if you have visited the city, you would have seen that it is the perfect background for all sorts of literature, with the mountains surrounding the harbor and the fjord, and an arhitecture that tells the story of several centuries. Bergen is known as a rainy city, and the rain, the narrow streets and the dark winter nights makes it even more perfect for crime novels, almost like a decoration of a film noir.

 

 – In your books you deal with issues you care about, such as the fractures in the once-famous Scandinavian welfare state and the collapse of community spirit, with contemporary conflicts, problems, and difficulties in the society such as drugs and prostitution, neglected children, teenage gangs, immigration, environmental problems, and also the history of Norway during World War II. You have said “My crime fiction holds up a mirror to Norwegian society”. Do you consider yourself a political writer?

 Yes and no. I have a critic view on many aspects of modern Norwegian society, but I am in my heart – like most Norwegian – a social democrat, not a revolutionary. I want my readers to give their own answers to the questions I pose, following one of the slogans of Henrik Ibsen: I just ask the questions, my job is not to answer.

 

– Are there any crime fiction book(s) you wish you had written and, if yes, why?

 My favorite crime novel is How Like an Angel by Margaret Millar, the wife of Ross Macdonald, a perfect mixture between PI novel, mystery, and psychological thriller. That is a book I would have loved to have written myself.

 

  – Varg Veum has also been interpreted on film, radio, and stage. How true have these adaptions been to the original stories?

 The adaptations of the novels for film and television are very free. In at least one of them (Buried dogs) only half the title is left. In many of the other ones you can recognize some names and some elements from the original novel, but that is all. Most of them are very okay films, and the characters of Veum and the policeman Hamre is done by very good actors, which give them some sort of charm, but I would have preferred the stories to be closer to the original books. When it comes to the adaptations for the radio, I was a co-writer on most of them, and the only adaptation for the stage, Fallen angels in 2006, was my own.

 

– You have said you had always loved listening to jazz. Also, Varg Veum has the same taste as you and, between 2002 and 2009, the Jan Kåre Hystad’s jazz quartet released a series of three CDs named “Varg Time” with Veum’s Favorite music. Could you tell us more about your jazz preferences and the “Varg Time” CDs?

 When you see a classic film noir from the 40-s or 50-s, there are almost always a jazz score in the background. I have myself been fond of jazz since I was a teenager, listening to Frank Sinatra and big jazz orchestras when my buddies were listening to Elvis Presley and later the Beatles. Later, I got the taste of listening to saxophone players, like Ben Webster, Stan Getz and many other, even the new ones like Joshua Redman. When we made the first Vargtime CD, it was to celebrate that Varg Veum was 60 that year (2002), and later we have been doing Vargtime performances live, with me speaking about Varg, reading from the novels, and the quartet playing the tunes from the CDs and other jazz classics, many times during the years, very often on the celebration of the birthday of the detective, 15 October, that we do every year.

 

– And the last questions: It’s been more than 45 years since you have created the Varg character and started the Veum series. How do you feel you have developed as a writer over the years?

  • You have the opportunity to follow your protagonist into old age, to live with him so many years. May I ask what are your plans about the series? I think I speak for a lot of readers in saying: we hope the end of the Veum series is not near…

 I have matured as a writer, as Varg Veum has matured as a character, and as I said before, I can see that the style in the later novels is different from how it was in the first half of the series. Varg himself is more or less the same person as he was in the beginning but older, more careful when he meets the tough guys, but still “hard-boiled” enough to live up to his reputation. I have always said that I will write about Varg Veum as long as my head functions, but I am 76 now, and the next book I will write, will be a new one with an historical theme, more like The Bergen Trilogy, so I am afraid that there will not be a new Varg Veum novel before in 2027 – but there are still many that have not yet been translated into Greek, so no worries for my Greek readers!

 

 –It was really a pleasure for me to have the opportunity for this interview with you. Thank you very much for taking the time to answer my questions.

 Thank you very much for your very competent questions. I can see that you know a lot about Scandinavian crime fiction, and I am happy to have had the opportunity to answer your questions.

Best wishes, Gunnar Staalesen

Σχολιάστε