ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ARNE DAHL

dahl serafio

[Photo: Σάκης Σαρακίνης, https://www.facebook.com/agatha.crime.festival/%5D

 

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ARNE DAHL

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την εισήγηση που διαβάστηκε στην εκδήλωση για τον Άρνε Νταλ,  στο 4ο Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας στην Αθήνα ( 20 Μαίου 2023). Η αγγλική μετάφραση του κειμένου είχε σταλεί στον συγγραφέα ηλεκτρονικά και του δόθηκε αντίγραφο πριν από την εκδήλωσης.

 

 

 

Η συμπλήρωση, φέτος, 25 χρόνων από την πρώτη εμφάνιση του Άρνε Νταλ στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας και η παρουσία του συγγραφέα στο Φεστιβάλ, δίνουν την ευκαιρία για μια πολύ σύντομη επισκόπηση της πολύχρονης και ιδιαίτερα επιτυχημένης πορείας του με αναφορά, κυρίως, σε βασικά ειδολογικά και θεματολογικά χαρακτηριστικά.

Η περίοδος από το 1998 έως το 2014 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από τρεις όρους:  πολίς προσίντουραλ, κοινωνικοπολιτική θεματολογία και κριτική οπτική, και διεθνοποίηση του σουηδικού αστυνομικού μυθιστορήματος.

Το έργο που καθιερώνει διεθνώς τον Νταλ είναι μια δεκαλογία (αν και ουσιαστικά πρόκειται για 11 βιβλία, όπως θα δούμε παρακάτω) με την Ομάδα Α, που εκδίδονται από το 1998 έως το 2008, και αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα πολίς προσίντουραλ, με επιρροές κυρίως  από τον ΜακΜπέιν και τους προπάτορες της σύγχρονης σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας Χιεβάλ και Βαλέε. Τοποθετούνται χρονικά στην περίοδο 1997-2007 και ασχολούνται κυρίως με τη σουηδική πραγματικότητα, με τις νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που δημιουργούνται από την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1990 και μετά. Η Ομάδα Α αντιμετωπίζει υποθέσεις τρομοκρατίας, τράφικιν, λαθρεμπορίου ναρκωτικών, ομηρίας, ληστείες, το διαδικτυακό και το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, ενώ ο Νταλ αφήνει να διαφανεί το ενδιαφέρον του για τις διεθνείς πλευρές της εγκληματικότητας και τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης στη σουηδική κοινωνία. Δίνει έτσι μια διεθνή προοπτική στο έργο του, η οποία θα ολοκληρωθεί στη σειρά που θα ακολουθήσει.

Σε αυτή την επόμενη σειρά (που εκδίδεται από το 2011 έως το 2014), πρωταγωνιστεί η ΟπΚοπ, μια νέα άκρως μυστική ομάδα διευρωπαϊκής αστυνομικής συνεργασίας της Γιούροπολ. Υπάρχει μια αφηγηματική γέφυρα από την Ομάδα Α στην Όπκοπ. Όταν η πρώτη διαλύθηκε, κάποια μέλη της μεταφέρθηκαν στη σουηδική αστυνομία και κάποια άλλα στρατολογήθηκαν στην ομάδα μέσα στη Γιούροπολ όπου συνεργάζονται με άλλους ευρωπαίους συναδέλφους τους. Άλλωστε, βασικό στοιχείο και των δύο σειρών είναι η ύπαρξη της ομάδας, μιας συλλογικότητας αστυνομικών, στην οποία όλα τα μέλη έχουν ίση αξία, είναι ικανοί ερευνητές, γνωρίζουν τη θέση τους στην ομάδα και αλληλοσυμπληρώνονται απόλυτα.

Σε αυτά τα τέσσερα μυθιστορήματα, ο Νταλ περιγράφει τον «νέο κόσμο», δημιούργημα των σύνθετων σημαντικών αλλαγών από τα τέλη του 20ού αιώνα, και δίνει μια εικόνα του σύγχρονου διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, που σταδιακά αποκτά τον έλεγχο όχι μόνο των μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και της πολιτικής, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Έτσι, διευρύνει το πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσεται η σύνθετη και καλά σχεδιασμένη πλοκή των μυθιστορημάτων του σε όλη την Ευρώπη, την οποία παρουσιάζει ως το κέντρο των εξελίξεων σχετικά με το έγκλημα και την αντιμετώπισή του, αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου. Αυτό είναι το νέο τοπίο της αστυνομικής λογοτεχνίας, μέσα στο οποίο ο συγγραφέας σκιαγραφεί μια πιθανή μελλοντική αστυνομική οργάνωση και νέες μεθόδους έρευνας για την αντιμετώπιση της νέας εγκληματικότητας.

Ο Νταλ είναι από τους πρώτους που προωθούν τη διεθνοποίηση της σουηδικής αστυνομικής λογοτεχνίας, μια «διεθνοποίηση» που δεν αφορά μόνο στους τόπους όπου τοποθετούνται τα μυθιστορήματα και την ανάμιξη του διεθνούς εγκλήματος, αλλά θέτει και ζητήματα σχετικά με την εθνική και την ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα των πρωταγωνιστών [π.χ. βλέπουμε πως αν και η επίδραση εθνικών στερεοτύπων είναι αρχικά φανερή στις περιγραφές χαρακτήρων και στις σχέσεις, αργότερα επικρατεί ο αλληλοσεβασμός και η αρμονική συνεργασία]. Με το έργο του και ιδιαίτερα με τη σειρά Όπκοπ, φαίνεται σαν να παίρνει τη σκυτάλη από το τελευταίο βιβλίο του Μάνκελ (2009), στο οποίο ο Βαλάντερ, πάσχοντας από Αλτσχάιμερ γίνεται μια φιγούρα που αντιπροσωπεύει όχι μόνο το τέλος της διάσημης σειράς, αλλά και το τέλος του παραδοσιακού σουηδού αστυνομικού που «δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει τη σύγχρονη εγκληματικότητα», ενώ η κόρη του «εκπροσωπεί μια πιο σύγχρονη και ευρωπαϊκή γενιά», πιο κατάλληλη να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις· και σε αυτή τη γενιά ανήκουν οι, περισσότερο Ευρωπαίοι παρά Σουηδοί, πρωταγωνιστές-μέλη της Όπκοπ.

Στα βιβλία αυτής της περιόδου ο Άρνε Νταλ αναδεικνύεται ως ένας από τους πιο πολιτικούς σύγχρονους σουηδούς συγγραφείς, αν και με διαφορετικό τρόπο από τους Χιεβάλ και Βαλέε. Περισσότερο από την κριτική του συστήματος, τον ενδιαφέρει να δείξει το πώς αυτό μετασχηματίζεται και με ποιον τρόπο οι σημαντικές πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές από τη δεκαετία του 1990 και μετά επηρεάζουν τους ανθρώπους, τόσο στη Σουηδία όσο και στην Ευρώπη. Πρέπει, πάντως, να σημειώσουμε ότι στις τελευταίες σελίδες του πρώτου βιβλίου της ΟπΚοπ (Κινέζικοι ψίθυροι, 2011) υπάρχει μια αναφορά στο Οι τρομοκράτες (Terroristerna), τελευταίο έργο της Χιεβάλ και του Βαλέε, η οποία «επισημαίνει ότι πέρα από τον νέο κόσμο που περιγράφει ο Νταλ, το μυθιστόρημα έχει ισχυρό και στενό δεσμό με την κοινωνικοπολιτική κριτική της παράδοσης της σουηδικής αστυνομικής λογοτεχνίας» .

Το 2016, πέντε χρόνια μετά το τέλος της σειράς με την Όπκοπ, εκδίδεται το Επτά μείον ένα (Utmarker). Είναι το πρώτο μιας νέας πενταλογίας, που ολοκληρώνεται το 2021, με κεντρικούς χαρακτήρες τον επιθεωρητή Σαμ Μπέργερ και την πράκτορα της Ασφάλειας Μόλι Μπλουμ. Αυτά τα μυθιστορήματα σηματοδοτούν μια τομή στη μέχρι τότε πορεία του συγγραφέα, αφού το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην αστυνομική έρευνα μικρότερης κλίμακας, χωρίς τις σημαντικές συλλογικές προσπάθειες που συναντούσαμε στα προηγούμενα έργα του, και σε ψυχολογικά θέματα, είναι λιγότερο «πολιτικά», και οι κύριοι χαρακτήρες τους είναι λιγότεροι σε σχέση με τις πολυπρόσωπες ομάδες που πρωταγωνιστούσαν στις προηγούμενες σειρές. Έτσι, φαίνεται ότι ο Νταλ στρέφεται από το προσφιλές του τυπικό πολίς προσίντουραλ σε αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «αστυνομικό θρίλερ».

Είναι μια στροφή που δεν θα έπρεπε να παραξενέψει τους προσεκτικούς αναγνώστες του, αφού έχει δείξει  ότι έχει τα λογοτεχνικά εφόδια και την ικανότητα  να ασχολείται επιτυχώς με διαφορετικά υποείδη του αστυνομικού, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί στα έργα του έναν διάλογο με την παγκόσμια λογοτεχνία και τέχνη.

Αναφέρουμε ενδεικτικά το πρώτο βιβλίο της Ομάδας Άλφα, με τίτλο Misterioso, από τον δίσκο και το γνωστό μουσικό κομμάτι του Thelonious Monk, τα αποσπάσματα από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου στο Τυχαίο θύμα, τον σεξπηρικό τίτλο του Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας αλλά και τους στίχους από τραγούδια των Police στο ίδιο βιβλίο και, τέλος, τη Μόλι Μπλουμ, το όνομα της οποίας καταφανώς παραπέμπει στον Οδυσσέα του Τζόις.

Να θυμίσουμε εδώ ότι στο 11ο βιβλίο της πρώτης σειράς, το Έντεκα (Εlva), τα μέλη της Ομάδας Α, που έχει πλέον διαλυθεί, βρίσκονται προσκεκλημένα σε ένα αρχοντικό στην εξοχή, όπου το καθένα τους αφηγείται μια ιστορία γύρω από το τραπέζι του δείπνου. Πρόκειται, για ένα έργο που έχει χαρακτηριστεί από τις κριτικές «ιδιαίτερα ενδιαφέρον», «περίεργο», «απροσδόκητο», «παιγνιώδες», για μια συλλογή 11 ιστοριών από τα μέλη της Ομάδας Α και τον συγγραφέα, σε ένα πλαίσιο που θυμίζει το Δεκαήμερο του Βοκακίου, αλλά και την Άγκαθα Κρίστι, ένα έργο χαρακτηριστικό δείγμα της υψηλής λογοτεχνικής γραφής του Νταλ και της ικανότητάς του να διασχίζει με επιτυχία τα σύνορα μεταξύ λογοτεχνικών ειδών και υποειδών.

Αυτή η σημαντική στροφή με τη νέα πενταλογία γίνεται γιατί, όπως επισημαίνει ο ίδιος:

«Έρχεται μια στιγμή στη ζωή κάθε συγγραφέα που τα πράγματα παραείναι εύκολα. Διατρέχεις τον κίνδυνο να γίνεις απρόσεκτος και να γράφεις συνέχεια περίπου το ίδιο βιβλίο. Έχεις βρει μία φόρμουλα για ένα συγκεκριμένο επιτυχημένο είδος και απλά συνεχίζεις να τη χρησιμοποιείς. Φοβήθηκα ότι μπορεί να χρησιμοποιούσα τα ίδια τεχνάσματα εδώ και 15 χρόνια. Έπρεπε να προσπαθήσω να αλλάξω τα πάντα. Χωρίς, φυσικά, να χάσω την προσωπική μου φωνή.

Επίσης, κουράστηκα λίγο από την πολιτική. Και από τα ‘μαύρα’ χρήματα, το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, τη χωρίς τέλος διαφθορά στον κόσμο. Δεν ήθελα πια να διαβάζω και να ερευνώ για τους άπληστους, διεφθαρμένους, βίαιους ανθρώπους του υποκόσμου, όλα αυτά που έρχονται συνέχεια στην επιφάνεια. Ήθελα να κάνω τα πάντα σε πιο μικρή κλίμακα και πιο σφιχτοδεμένα, να εστιάσω την προσοχή μου στην ψυχολογία και στην καθαρή συναρπαστική περιπέτεια και όχι στον εξωτερικό κόσμο, στους εφιάλτες και όχι στα αφεντικά της μαφίας. Αλλά τελικά δεν τα πολυκατάφερα· ο έξω κόσμος, η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα εμφανίζονται και σε αυτή τη σειρά, όπως θα δείτε στο Πέντε συν τρία».

 

Και, πράγματι, φαίνεται ότι ο Άρνε Νταλ «δεν τα πολυκατάφερε», αφού ο «έξω κόσμος» εμφανίζεται όχι μόνο προς το τέλος της πενταλογίας, αλλά και στη νέα σειρά του, το πρώτο βιβλίο από την οποία κυκλοφορεί στη Σουηδία τον Σεπτέμβριο. Μια σειρά, στην οποία πρωταγωνιστεί και πάλι μια ομάδα αστυνομικών, η ομάδα Nova, που ασχολείται με ασυνήθιστα εγκλήματα, υπό την αρχιεπιθωρήτρια Εύα Νύμαν. Φαίνεται λοιπόν, ότι αρχίζει μια τρίτη περίοδος στο έργο του Άρνε Νταλ, που θα έχει βασικά κοινά χαρακτηριστικά με την πρώτη.

 

Το1998 ο μυθιστοριογράφος, ακαδημαϊκός, κριτικός λογοτεχνίας, Γιαν Άρναλντ κάνει το μεγάλο βήμα στην αστυνομική λογοτεχνία ως Άρνε Νταλ, θέλοντας «να μελετήσει με έναν συναρπαστικό τρόπο, τα αποτελέσματα που είχε η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1990 στη ζωή των ανθρώπων» και να χρησιμοποιήσει, όπως δηλώνει ο ίδιος, το αστυνομικό μυθιστόρημα σαν καθρέφτη των αλλαγών που σημειώθηκαν στη Σουηδία από τα τέλη του 20ού αιώνα. Η πορεία του δικαιολογεί πλήρως αυτή την απόφαση αφού εδώ και πολλά χρόνια θεωρείται ως ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς του είδους, δεξιοτέχνης στη δημιουργία ευφυούς, εξαιρετικά σύνθετης πλοκής και συναρπαστικών χαρακτήρων, καθώς και στην πολυεπίπεδη αφήγηση.

Και εμείς από τη μεριά μας δεν μένει παρά να περιμένουμε ανυπόμονα τα νέα έργα του που, όπως τα προηγούμενα, δεν έχουν ως σκοπό μόνο την αναψυχή, αλλά αποτελούν εξαιρετικά δείγματα αστυνομικής λογοτεχνίας και προσφέρουν υλικό για σκέψη και μελέτη…

 

 

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

– Bergman, K. (2014), Swedish crime fiction: The making of Nordic noir. Milan: Mimesis International.

– Dahl, A. (2018), «Μπορείς πράγματι να εμπιστευτείς την αστυνομία;», πολάρ, 1, 56-60.

– Γεωργιάδης, N. M. (2021), Οδηγός για τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία. Αθήνα: Ηρόδοτος.

– Hellgren, P. (2019), Swedish Marxist noir. Jefferson, NC: Mc-Farland & Company.

– Συνέντευξη με τον Arne Dahl, (29 Οκτωβρίου 2020)

https://nordiccrimefiction.wordpress.com/2020/10/29/%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b5%ce%bd%cf%84%ce%b5%cf%85%ce%be%ce%b7-%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%bf%ce%bd-arne-dahl/

– Krugly Hill, E. (2013, September), Arne Dahl – satisfies the UK’s thirst for Nordic noir, ScanMagazine 56, https://issuu.com/scanmagazine/docs/scanmagazine_56_september_2013

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ARNE DAHL

φωτογραφία από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Συνέντευξη με τον ARNE DAHL

Από τον Νίκο Γεωργιάδη

– Πρέπει, καταρχάς, να ομολογήσω ότι είμαι μεγάλος θαυμαστής του έργου σου. Η πρώτη φορά που σε συνάντησα ήταν το 2012 όταν είχα αναθέσει σε μαθητές μου ένα πρότζεκτ σχετικά με τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία και είχαμε κανονίσει να σου πάρουμε συνέντευξη. Από τότε έχω παρακολουθήσει σχεδόν όλες τις παρουσιάσεις των βιβλίων σου στην Αθήνα και τελευταία φορά που συναντηθήκαμε ήταν το 2018 μετά την εκδήλωση «Σκανδιναβικό αστυνομικό: Μια ματιά στη σκανδιναβική κοινωνία;» που διοργανώθηκε από τις πρεσβείες και τα ινστιτούτα των Βόρειων Χωρών στην Ελλάδα. Έτσι, λοιπόν, είναι μεγάλη μου ευχαρίστηση που έχω την ευκαιρία να «μιλήσω» πάλι με τον Jan Arnald και να του κάνω λίγες ερωτήσεις.

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Σε θυμάμαι από παρουσιάσεις μου στην Ελλάδα, και από την εκδήλωση του 2018 (όταν ήμουν στο ακροατήριο). Θα χαρώ πολύ να απαντήσω στις ερωτήσεις σου.

– Το 2016 εκδόθηκε στη Σουηδία το Utmarker (Επτά μείον ένα), το πρώτο βιβλίο της νέας σου σειράς. Καινούρια σειρά, νέα οπτική γωνία και νέοι χαρακτήρες (θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα). Θα μας πεις λίγα πράγματα για τον Σαμ Μπέργερ και τη Μόλυ Μπλουμ;

Ο Σαμ και η Μόλυ είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αλλαγής. Πάντα δούλευα με πολλούς πρωταγωνιστές, ένα είδος συλλογικής αφήγησης. Αισθάνθηκα την ανάγκη να δοκιμάσω κάτι νέο, εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα βιβλία μου. Χρειαζόμουν να έρθω πιο κοντά με χαρακτήρες οι οποίοι μπορεί να μην μου άρεσαν απαραίτητα, αλλά ήταν λίγο πιο προβληματικοί από αυτούς της Ομάδας Άλφα. Έτσι λοιπόν, ο Σαμ είναι ένας ξεροκέφαλος αστυνομικός που νομίζει ότι έχει πάντα δίκιο, ο οποίος αναγκάζεται να κοιτάξει βαθιά μέσα στην ψυχή του για να λύσει μια δραματική υπόθεση. Και η Μόλυ είναι το είδος της γυναίκας που του ξεφεύγει, την οποία, προς μεγάλη του έκπληξη, δεν μπορεί να «διαβάσει» στο δωμάτιο ανάκρισης. Αλλά πρέπει να δουλέψουν μαζί. Αυτό δημιουργεί μία ειδική σχέση και η παράξενη δυναμική μεταξύ τους κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον μου, συνεχώς. 

– Στις 29 Οκτωβρίου κυκλοφορεί στην Ελλάδα το Mittvaten (Πέντε συν τρία), το τρίτο βιβλίο της σειράς. Στο τέλος του Inland (Έξι επί δύο), ο Σαμ θεωρείται ύποπτος για έναν φόνο που δεν έχει κάνει και η Μόλυ είναι σε κώμα από τότε που διασώθηκε, ενώ η Αΐσα Πασάτσι που είχε απαχθεί (βλ. Επτά μείον ένα) αγνοείται ακόμη. Ακόμη, ο επικεφαλής του Τμήματος Πληροφοριών της σουηδικής Υπηρεσίας Ασφάλειας πληροφορεί τον Σαμ ότι η χώρα απειλείται από μία μεγάλη τρομοκρατική επίθεση του Ισλαμικού Κράτους. Θα μπορούσες να μας πεις μερικά πράγματα για το τι συμβαίνει σε αυτό το πολυαναμενόμενο βιβλίο;

Κατά έναν τρόπο σε αυτό το βιβλίο ενώνονται όλα τα κομμάτια από τα δύο πρώτα. Μπορείς να πεις ότι αποτελούν μια τριλογία, και αυτό είναι το μεγάλο τέλος. Μπορεί κάποιος βέβαια να το διαβάσει και πρώτο, αλλά τότε μάλλον θα είναι αναγκαίο να επιστρέψει και να διαβάσει τα δύο προηγούμενα. Γιατί έτσι η αναγνωστική εμπειρία θα είναι πολύ καλύτερη.

Ναι, και ο Σαμ και η Μόλυ βρίσκονται σε μεγάλους μπελάδες όταν αρχίζει το βιβλίο. Ο Σαμ είναι σε πολύ άσχημη θέση και πρέπει να κινείται απαρατήρητος. Όμως ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Ασφάλειας θέλει να τον χρησιμοποιήσει και ενώ εκείνος δεν ξέρει γιατί τον βοηθούν, τον τοποθετούν σε ένα κρησφύγετο σε ένα έρημο νησί στο αρχιπέλαγος της Στοκχόλμης. Και η Μόλυ συνέρχεται εντελώς αναπάντεχα από το κώμα στο νοσοκομείο, και καταφέρνει να αποδράσει. Αποκαλύπτεται ότι έχει αναλάβει μία αποστολή, την οποία κρατάει κρυφή από τον εξαφανισμένο τώρα συνεργάτη της, τον Σαμ. Και οι δρόμοι τους θα συναντηθούν με έναν πολύ απρόσμενο τρόπο…

Φαίνεται ότι κάποιος τους κυνηγά. Και τους δύο. Και αυτό δεν θα είναι καθόλου καλό.

– Το 1998 πήρες την απόφαση, όπως έχεις δηλώσει, «να κάνεις το μεγάλο βήμα στον κόσμο της αστυνομικής λογοτεχνίας» επειδή ήθελες «να μελετήσεις με έναν συναρπαστικό τρόπο τα αποτελέσματα της κρίσης [της δεκαετίας του 1990] στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων». Από τότε έχεις γίνει διάσημος ως ένας από τους καλύτερους και πιο πολιτικούς Σκανδιναβούς συγγραφείς. Έχεις δώσει μεγάλη προσοχή στα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά θέματα και έχεις εισαγάγει, ιδιαίτερα με τη σειρά Opcop, μία ευρωπαϊκή και παγκόσμια οπτική στη σουηδική (και γενικότερα στη σκανδιναβική) αστυνομική λογοτεχνία. Παράλληλα, τα βιβλία σου είναι έξοχα παραδείγματα του υποείδους police procedural. Τα μυθιστορήματα με τη Μόλυ και τον Σαμ σηματοδοτούν μία στροφή στη γραφή σου αφού το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στην έρευνα μικρής κλίμακας και σε ψυχολογικά θέματα, είναι λιγότερο πολιτικά και οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι λιγότερο «σταθεροί» από αυτούς στις άλλες σειρές κλπ. Θα μπορούσες να μας μιλήσεις για αυτή την στροφή στο έργο σου;

Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για αυτή την αλλαγή.

Έρχεται μια στιγμή στη ζωή κάθε συγγραφέα που τα πράγματα παραείναι εύκολα. Διατρέχεις τον κίνδυνο να γίνεις απρόσεκτος και να γράφεις συνέχεια περίπου το ίδιο βιβλίο. Έχεις βρει μία φόρμουλα για ένα συγκεκριμένο επιτυχημένο είδος και απλά συνεχίζεις να τη χρησιμοποιείς. Φοβήθηκα ότι μπορεί να χρησιμοποιούσα τα ίδια τεχνάσματα εδώ και 15 χρόνια. Έπρεπε να προσπαθήσω να αλλάξω τα πάντα. Χωρίς, φυσικά, να χάσω την προσωπική μου φωνή.

Επίσης, κουράστηκα λίγο από την πολιτική. Και από τα «μαύρα» χρήματα, το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, τη χωρίς τέλος διαφθορά στον κόσμο. Δεν ήθελα πια να διαβάζω και να ερευνώ για τους άπληστους, διεφθαρμένους, βίαιους ανθρώπους του υποκόσμου, όλα αυτά που έρχονται συνέχεια στην επιφάνεια. Ήθελα να κάνω τα πάντα σε πιο μικρή κλίμακα και πιο σφιχτοδεμένα, να εστιάσω την προσοχή μου στην ψυχολογία και στην καθαρή συναρπαστική περιπέτεια και όχι στον εξωτερικό κόσμο, στους εφιάλτες και όχι στα αφεντικά της μαφίας. Αλλά τελικά δεν τα πολυκατάφερα· ο έξω κόσμος, η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα εμφανίζονται και σε αυτή τη σειρά, όπως θα δείτε στο Πέντε συν τρία.

Μπορεί ακόμη και να συναντήσετε κάποιους φίλους από το παρελθόν που σας έχουν λείψει…          

– Η δουλειά σου αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα αστυνομικής λογοτεχνίας που δεν έχει ως σκοπό απλώς τη διασκέδαση αλλά αποτελεί, επίσης, ένα σημαντικό είδος της σύγχρονης λογοτεχνίας. Τα μυθιστορήματά σου βρίσκονται σε διάλογο με την παγκόσμια λογοτεχνία (ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι το Τζοϋσικό όνομα της Μόλυ στη νέα σειρά) ενώ, παράλληλα, έχεις χαρακτηριστεί ως δεξιοτέχνης στη δημιουργία ευφυούς πλοκής και συναρπαστικών χαρακτήρων, καθώς και στην πολυεπίπεδη αφήγηση. Ποια θεωρείς ότι είναι τα βασικά στοιχεία της συγγραφής αστυνομικής λογοτεχνίας; Ποια είναι τα κύρια συστατικά ενός καλού αστυνομικού μυθιστορήματος;

Νομίζω ότι το κλειδί είναι η ισορροπία των απαραίτητων στοιχείων που πολύ σωστά αναφέρεις. Είναι οι ενδιαφέροντες χαρακτήρες που κρατάνε την προσοχή του αναγνώστη σε ένα βιβλίο, είναι τόσο συναρπαστικό να βλέπεις τι συμβαίνει σε ανθρώπους με τους οποίους έχεις δεθεί όταν βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση. Οι χαρακτήρες είναι το συναισθηματικό στοιχείο των μυθιστορημάτων. Και η πρωτοτυπία της πλοκής είναι αυτό που σε κρατά σε αγωνία σαν αναγνώστη, που σε κάνει να μην μπορείς να διαβάζεις με αργό ρυθμό, που σε προετοιμάζει για ανατροπές και εκπλήξεις· και όλο αυτό πρέπει να σου αρέσει πάρα πολύ. Η πλοκή είναι το διανοητικό στοιχείο των μυθιστορημάτων. (Και οι λογοτεχνικές αναφορές κλπ. είναι απλά ένα bonus για όσους αναγνώστες μπορούν να τις βρουν…)      

Αλλά δεν σημαίνει ότι αυτό είναι όλο. Υπάρχουν και άλλα απαραίτητα συστατικά όπως: το στυλ, το περιβάλλον, η οπτική γωνία, ο διάλογος. Όλα αυτά πρέπει να είναι σε ισορροπία για να έχει κάποιος την αίσθηση ότι βρίσκεται σε ένα πραγματικά ΝΕΟ σύμπαν. Τότε είναι που ένα βιβλίο είναι πραγματικά καλό.    

– Έχουν περάσει σχεδόν δύο δεκαετίες από τη «μεγάλη έκρηξη» της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που έκαναν αυτή την τοπική αστυνομική λογοτεχνία τόσο δημοφιλή διεθνώς και τι πιστεύεις για το μέλλον της;

Νομίζω ότι αρχικά ήμαστε λίγοι συγγραφείς που απλά ήμαστε καλοί στο να γράφουμε, ανεξάρτητα από το είδος με το οποίο ασχολούμαστε, και που έτυχε να διαλέξουμε την αστυνομική λογοτεχνία επειδή είναι πολύ κοντά στην αυθεντική αφήγηση και στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα. Αυτό που (με κάποιον τρόπο) ανακαλύψαμε ξανά ήταν το πόσο σημαντικές είναι οι συναρπαστικές ιστορίες που σε καθηλώνουν και τις οποίες δεν μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις επειδή είναι ταυτόχρονα και πολύ οικείες (θα μπορούσαν να αφορούν εσένα) και πολύ εξωτικές (αυτά τα πράγματα όντως συμβαίνουν τώρα, έξω από το παράθυρό σου), και θέταμε ερωτήματα που ήταν οπωσδήποτε αναγκαίο να απαντηθούν. Νομίζω ότι η «μεγάλη έκρηξη» της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας είχε σχέση με το να κρατά κάποιος τα μάτια του ανοιχτά. Να μην αποστρέφει το βλέμμα του από τη φρίκη που υπάρχει ακόμη στη σύγχρονη ζωή και που έχει βρει νέους τρόπους να εμφανίζεται. Αυτή η «έκρηξη» είχε σχέση με το να κοιτάζεις την φρίκη κατάματα.

Το μέλλον είναι πιο αβέβαιο. Αυτό το λογοτεχνικό είδος αποδείχτηκε επιτυχημένο· και οι οικονομικοί χρυσοθήρες αυτού του κόσμου (οι «επιχειρηματίες») δεν είχαν φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσαν να βγάλουν χρήματα από τη λογοτεχνία! Τώρα το έχουν καταλάβει και καταφτάνουν σαν αρπακτικά…   

– Πριν από λίγους μήνες, εκδόθηκε στη Σουηδία το Friheten, το τέταρτο και τελευταίο βιβλίο της σειράς. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τι θα ακολουθήσει.

Το Friheten δεν είναι το τελευταίο. Νομίζω ότι τελευταίο θα είναι το βιβλίο που γράφω τώρα, το πέμπτο της σειράς. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις, έτσι δεν είναι;…

Νομίζω ότι η επόμενη δουλειά μου μπορεί να περιλαμβάνει κάποιους χαρακτήρες από τις παλιές σειρές, μαζί με αυτούς από τη νέα. Αλλά και πάλι ποτέ δεν ξέρεις, έτσι δεν είναι;…

Θερμές ευχαριστίες για τον χρόνο που διέθεσες να απαντήσεις στις ερωτήσεις μου.

ΣΗΜ. Οι κάθε είδους επισημάνσεις στις απαντήσεις του συγγραφέα είναι δικές του.

* Ευχαριστώ τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ για τη βοήθεια στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης.

Ιnterview with ARNE DAHL

– To begin with, I must confess I’m a huge fan of your work. First time I met you was back in 2012 when I had assigned a project about Nordic Crime Fiction to my students and we had arranged an interview with you. Since then I have been present in almost all your books presentations in Athens and last time I met you was in 2018 after the event “Nordic Crime: A look into the Nordic society?” organized by the Nordic Embassies and Institutes in Greece.

So, it is really a pleasure for me to have the opportunity to “talk” to Jan Arnald again and ask him a few questions.

Thank you very much! I do remember you from some of my Greek events – and the one in 2018 (when I was in the audience). I will be delighted to answer your questions.

– In 2016 Utmarker, the first novel of your new series, was published in Sweden. New series, new perspectives and new main characters (we will come back to this new series). Would you tell us some things about Sam Berger and Molly Bloom?

They are the result of a process of change. I had always worked with many protagonists, a kind of collective storytelling. I needed to try something new, something radically different from my previous writing. I needed to get a little closer to characters that I didn’t necessary like but were a bit more problematic than the characters in the A-unit. So Sam is a stubborn male cop who always knows best – who is forced to open his soul to solve a dramatic case. And Molly is the kind of woman that eludes him, that he –to his big surprise– can’t read in the interrogation room. But they have to work together. This creates a special relationship – and the strange energies between them keeps my interest very much alive, all the time.

– In a couple of days Mittvatten, the third installment of the series will be available in Greece. At the end of Inland, Sam is suspected for a murder he did not commit and Molly has been in a coma since her rescue, while Aisha Pachachi, the girl that had been kidnapped (see Utmarker), is still missing. Furthermore, the Swedish Security Service’s chief executive tells Sam that a major terrorist attack by ISIS is threatening the country. Could you tell us a few words about what happens in this much expected book?

In a way this book is tying all the threads from the first two books together. You could see these three books as a trilogy – and this is the dramatic ending. It is quite possible to read it first, but then it will probably be necessary to go back and read the previous two. Because your total experience will be so much better if you read all three of them.

Yes, both Sam and Molly are in big troubles when the book starts. Sam is in big troubles and has to move under the radar but is put to use by a high Security Police boss, he just doesn’t know why he is being helped and put in a safehouse in a deserted island in the Stockholm archipelago. And Molly wakes up in the hospital, very unexpectedly and manages to escape. It turns out that she is on a mission, a mission well hidden from her now disappeared partner Sam. And their paths will have to cross – in a very unexpected way…

It turns out that someone is after them. Both of them. And it is not going to be pretty.

– In 1998 you decided, in your words, to “take the big step into the world of crime fiction”, because you wanted “to study the effects of the crisis [of the 90s] on people’s private life in a thrilling way”. During these years you have become well-known as one of the finest and most political Nordic crime writers. You have paid great attention to current social and political issues and introduced European and global perspectives to the Swedish (and generally the Nordic) crime fiction, especially with the OpCop series. At the same time your books have been outstanding examples of the police procedural subgenre. The novels of the Berger and Bloom series mark a change in your writing since they focus mainly on the small-scale investigation and on psychological issues, they are less “political”, the main characters are fewer and less “stable” than those in Intercrime and OpCop series etc. Could you tell us a little about this shift in your work?

There were two main reasons for this shift.

There comes a moment in every author’s life when things go too easy. You run the risk of becoming sloppy, just writing the same book over and over again. You have found a formula to a certain kind of success and you just keep using it. I felt that there was a risk of my using the same tricks as I had done for 15 years. I would have to try to change everything – without, of course, losing my specific voice.

I also got a bit tired of politics. And of dark money, big organized crime, the constant corruption in the world. I didn’t want to read and research any more about the greedy, bent, violent men of the underworld – that is all the time coming to the surface. I wanted to make everything smaller and tighter, focus on psychology and pure thrill instead of the outside world, nightmares rather than mafia bosses. But it didn’t quite work –the outside world, terrorism and organized crime, reappeared also in this series– as you will see in “Mittvatten”.

You may even meet a few missed friends from the past…

– Your work is a striking example of crime fiction being not merely entertainment, but also an important genre of contemporary literature. Your novels have been in dialogue with world literature (e.g. the Joyceian name Molly Bloom, in the new series) while, at the same time, you have been characterized as a master of very intelligent plots, intriguing characters and multi-layered narration. Which are the fundamentals of writing crime fiction for you? Which are the main ingredients of a good crime novel?

I think the key is balance of the necessary elements that you so correctly mention. It’s the interesting characters that keep the reader in the book, it’s so exciting to follow what happens to people you have gotten attached to when they are put in really difficult situations. The characters are the emotional element of the novel. And it’s the originality of the plot that keeps you on the edge as a reader, you can’t just slow read, you have to be prepared for the twists and surprises, and you have to love this. The plot is the intellectual element of the novel. (And the literary allusions and so on are just a bonus for those readers that can find them…)

But it doesn’t mean that this is everything. There are other essential elements like: the style – the environment – the perspective – the dialogue. This all have to be balanced to get that specific feeling of being in a truly NEW universe – that is when a book is really good.

– It’s been more than two decades since the “Big Bang” of Nordic Crime Fiction. What are the main characteristics that made this regional Crime Fiction so popular around the world and what do you think about its future?

I think we initially were a couple of writers who were just really good authors, no matter the genre, and who happened to choose crime fiction because of its closeness to original storytelling and to the political realities of today. What we (kind of) rediscovered was how important gripping and exciting stories were, stories that you couldn’t stop reading because they were at the same time very familiar (it could be happening to you) and very exotic (these things are actually happening right now, outside your window) – and asked questions that really needed to be answered. I think the Nordic Crime Fiction Big Bang was very much about having open eyes. Do not look away from the horrors that still remain in modern life and have found new ways to appear. It’s about looking the horror straight in the eyes.

The future is more uncertain. The genre turned out to be successful – and the financial gold diggers of the world (“entrepreneurs”) had never imagined that there could be money to be made from literature! Now they have realized this and are arriving like vultures…

– A few months ago, Friheten, the fourth –and last– installment of the Sam and Molly series was released in Sweden. So what’s next for you?

Friheten will not be the last one. I think the book I am writing right now, book 5 in this series, will be the last. But you never know, do you…?

I think that my next project may involve some characters from the old series – blended with those from the new series. But you never know, do you…?

Thank you very much for your time.

ΜΙΑ «ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ» ΤΟΥ DAHL ΜΕ ΤΗ SJÖWALL ΚΑΙ ΤΟΝ WAHLÖÖ

pjimage

Μία «συνάντηση» του Dahl με τη Sjöwall και τον Wahlöö

 Για τη Maj Sjöwall και τον Per Wahlöö έχουμε συζητήσει (για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία) στο βιβλίο Σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία. Όψεις της κοινωνίας και της πολιτικής, αλλά και σε άλλες δημοσιεύσεις και ομιλίες. Είναι οι προπάτορες της σύγχρονης Βόρειας αστυνομικής λογοτεχνίας και «συνένοχοι», με τον Henning Mankell και τον Stieg Larsson, στη «μεγάλη έκρηξή» της στις αρχές του αιώνα μας.

Η Sjöwall και ο Wahlöö, ζευγάρι στη ζωή και τη λογοτεχνία, εμφανίζονται στα μέσα της δεκαετίας του 1960, εισάγουν το police procedural στη Σκανδιναβία και είναι οι πρώτοι (λίγα χρόνια πριν από τους Γάλλους συναδέλφους τους) που δίνουν στο αστυνομικό μυθιστόρημα μία ξεκάθαρη πολιτική διάσταση. Χαρακτηρίζονται από μία πολιτική δέσμευση που, ίσως, δεν είχε υπάρξει προηγουμένως στην αστυνομική λογοτεχνία, και φέρνουν με τα έργα τους έναν θαρραλέο ρεαλισμό και μία αριστερή άποψη, συνδυάζουν την πλοκή του αστυνομικού με τα κοινωνικά προβλήματα, ασκούν μία σκληρή κριτική στη σουηδική σοσιαλδημοκρατία και καταγγέλλουν τις αρνητικές πλευρές του σουηδικού κράτους πρόνοιας. Η επίδρασή τους όχι μόνο στη σύγχρονη σκανδιναβική, αλλά και γενικότερα στην ευρωπαϊκή, αστυνομική λογοτεχνία είναι καθοριστική και κοινά αποδεκτή: έχουν χαρακτηριστεί ως οι δημιουργοί του κοινωνικά κριτικού αστυνομικού μυθιστορήματος και ως οι καλύτεροι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού police procedural.

Δυστυχώς στη χώρα μας, όπου έχουν μεταφραστεί μόνο τα μισά μυθιστορήματά τους, η δημοτικότητά τους φαίνεται να είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη σπουδαιότητα των έργων και της επίδρασής τους ενώ το πιθανότερο είναι ότι πολλοί όψιμοι φανατικοί αναγνώστες σύγχρονων Σκανδιναβών συγγραφέων δεν τους γνωρίζουν καν. Αντίθετα, στην αγγλική και την αμερικανική αγορά έχουν γίνει επανεκδόσεις όλων των βιβλίων τους.

Ο Arne Dahl, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Σκανδιναβούς συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα και έχει μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Ο Dahl είναι ένας από τους πιο «πολιτικούς» συγγραφείς, αν και με διαφορετικό τρόπο από τους κομμουνιστές Sjöwall και Wahlöö. Περισσότερο από την κριτική του συστήματος, τον ενδιαφέρει το πώς αυτό μετασχηματίζεται και με ποιον τρόπο οι σημαντικές πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές από τη δεκαετία του 1990 και μετά επηρεάζουν τους ανθρώπους, τόσο στη Σουηδία όσο και στην Ευρώπη. Βεβαίως, είχε διαβάσει βιβλία της Sjöwall και του Wahlöö όταν ήταν ακόμη έφηβος, ομολογεί την επίδραση που έχει δεχθεί και βρίσκει κοινά σημεία μαζί τους, ενώ έχει γράψει την εισαγωγή στην αγγλόφωνη έκδοση του μυθιστορήματός τους Murder at the Savoy (πρωτότυπος τίτλος Polis, polis, potatismos!). Όμως η λογοτεχνική σχέση του με το ντουέτο δεν σταματά εδώ…

Τα κείμενα του Dahl βρίσκονται σε διαρκή διάλογο με την παγκόσμια κουλτούρα και τη λογοτεχνία. Θυμίζουμε ενδεικτικά το πρώτο βιβλίο της «Ομάδας Άλφα», με τίτλο Misterioso, από τον δίσκο και το γνωστό κομμάτι του Thelonious Monk, τα αποσπάσματα από τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου στο Τυχαίο θύμα, τον σεξπηρικό τίτλο του Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας αλλά και τους στίχους από τραγούδια των Police στο ίδιο βιβλίο και, τέλος, τη Molly Blom, ηρωίδα από τη νέα σειρά του, το όνομα της οποίας καταφανώς παραπέμπει στον Οδυσσέα του James Joyce. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι υπάρχει και μία συνομιλία κειμένου του Dahl με αυτό των Sjöwall και Wahlöö, την οποία θα δούμε αμέσως πιο συγκεκριμένα.

Στο βιβλίο Viskleken (Κινέζικοι ψίθυροι, μτφ. Γρ. Κονδύλης, Μεταίχμιο 2013), το πρώτο με την «Ομάδα Opcop», ο συγγραφέας σκιαγραφεί μια πιθανή μελλοντική οργάνωση αστυνομίας και νέες μεθόδους για την εξιχνίαση της σύγχρονης πολύπλοκης εγκληματικότητας. Λίγο πριν το τέλος του βιβλίου (σ. 615-616) και αφού έχει ξετυλιχτεί το κουβάρι της πολύπλοκης υπόθεσης, ο Paul Hjelm, η Kerstin Holm, ο Jorge Chavez και η Sara Svenhagen έχουν βγει για φαγητό σε ένα καφέ-εστιατόριο στη Χάγη. Παραθέτω το μέρος της συζήτησής τους που μας ενδιαφέρει (υπογραμμίσεις δικές μου):

«Νιώθω σαν να έπρεπε να παίζουμε κάποιο παιχνίδι της παρέας αντί γι’ αυτό εδώ» είπε ο Πολ τελικά. Να κάνουμε σταυρόλεξο».

«Τι είναι αυτό πάλι;» ρώτησε η Σέρστιν.

«Ένα παλιό παιχνίδι από τη δεκαετία του εβδομήντα» είπε ο Πολ. «Φαινομενικά ένα εύκολο παιχνίδι με γράμματα».

«Όχι, διάβολε» είπε ο Χόρχε. «Παιχνίδια της παρέας παίζει κανείς όταν τελειώνουν όλα τ’ άλλα. Για μας μόλις άρχισαν όλα».

«Έχεις δίκιο σε αυτό» είπε ο Πολ. «Αλλά κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι η βία δεν τελειώνει ποτέ. Μπορεί κανείς, γενικά, να φανταστεί μία κοινωνία χωρίς βία και κακοποίηση; Παλιότερα μπορούσα να το κάνω. Τώρα πια, δεν ξέρω».

Έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Στο τέλος η Σέρστιν Χολμ είπε:

«Όσο υπάρχουν τέτοια, δεν θα νικήσουν».

«Τέτοια;» έκανε ο Χόρχε.

Η Σέρστιν έκανε μια μικρή χειρονομία γύρω από το τραπέζι και είπε:

«Τέτοια».

Χαμογέλασαν.

 

Το 1975, τριάντα έξι χρόνια πριν εκδοθεί στη Σουηδία το Κινέζικοι ψίθυροι, κυκλοφόρησε το Terroristerna (Οι τρομοκράτες), το τελευταίο βιβλίο της δεκαλογίας των Sjöwall και Wahlöö. Στις τελευταίες σελίδες, οι κεντρικοί χαρακτήρες, ο Martin Beck, η αρραβωνιαστικιά του Rhea, ο συνάδελφος και φίλος του Lennart Kollberg με τη σύζυγό του, Gun, κάθονται μετά το φαγητό και παίζουν «σταυρόλεξο». Έχουν μπροστά τους από ένα μολύβι και ένα χαρτί στο οποίο έχουν φτιάξει 25 τετράγωνα, λένε με τη σειρά από ένα γράμμα της αλφαβήτου και πρέπει όλοι να γράψουν, οριζόντια ή κάθετα, λέξεις που αρχίζουν από αυτό (παραθέτω το απόσπασμα από την αγγλόφωνη έκδοση, The terrorists, μτφ. Joan Tate, Harper Perennial, 2007 – απόδοση στα ελληνικά και υπογραμμίσεις δικές μου):

«‘Χ’, όπως στο ex-policeman», είπε ο Kollberg […]

Ο Martin Beck κοίταξε για μια στιγμή το χαρτί του, σήκωσε τους ώμους και τα παράτησε.

«Lennart;»

«Μμμμ» είπε ο Kollberg […]

«Θυμάσαι τότε που άρχισαν όλα αυτά;»

Ο Kollberg κούνησε το κεφάλι του. «Όχι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν νομίζω πως θα τελειώσουν εδώ» […] «Μην κάθεσαι και τα σκέφτεσαι τώρα. Η βία έχει χιμήξει σαν χιονοστιβάδα σε όλο τον Δυτικό κόσμο τα τελευταία δέκα χρόνια. Μια χιονοστιβάδα που δεν μπορείς να τη σταματήσεις ή να της αλλάξεις πορεία μόνος σου. Όλο και μεγαλώνει. Δεν είναι δικό σου το λάθος».

«Δεν είναι;» […]

Ο Kollberg κοίταξε τον Martin Beck και είπε: «Το πρόβλημα με σένα, Martin, είναι απλά ότι κάνεις τη λάθος δουλειά. Σε λάθος χρόνο. Στο λάθος μέρος του κόσμου. Σε λάθος σύστημα».

«Αυτό είναι όλο;»

«Πάνω κάτω», είπε ο Kollberg, και μετά, «Εγώ αρχίζω; Λοιπόν, λέω ‘Χ’, ‘Χ’ όπως στο Marx».

 

Και στα δύο κείμενα τα δύο ζευγάρια των κεντρικών χαρακτήρων βρίσκονται μαζί σε στιγμές ξεκούρασης και ηρεμίας, αφού έχουν εξιχνιαστεί οι δύσκολες υποθέσεις που τους απασχολούσαν. Οι ήρωες του Dahl συζητούν για το ίδιο (παλιομοδίτικο, σήμερα) παιχνίδι που παίζουν οι ήρωες της Sjöwall και του Wahlöö και, το σημαντικότερο, τους απασχολεί το ίδιο πρόβλημα, της όλο και αυξανόμενης βίας (σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες στην κάθε περίπτωση). Η στάση τους απέναντι στο θέμα είναι αρχικά η ίδια: απογοήτευση, μία αίσθηση αδυναμίας για την αντιμετώπιση του φαινομένου και αποδοχή αυτής της αδυναμίας. Ο Dahl φαίνεται, μέσα από τα λόγια της Kerstin, ότι αφήνει να φανεί μια χαραμάδα αισιοδοξίας, έστω στο μικροεπίπεδο της συντροφιάς των ηρώων και στις μικρές κάθε φορά νίκες τους. Η Sjöwall και ο Wahlöö, χρόνια πριν από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, τις οικονομικές κρίσεις αλλά και την διεθνοποίηση του εγκλήματος, επιλέγουν να κλείσουν το βιβλίο, και συνολικά το έργο τους, με μία λέξη, ένα όνομα: «Μαρξ»…

 

Το Κινέζικοι ψίθυροι τελειώνει, λοιπόν, με αναφορά στο τέλος του Terroristerna ως επισήμανση ότι μπορεί μεν ο Dahl να περιγράφει τον νέο κόσμο που έχει προκύψει μέσα από σημαντικές αλλαγές, όμως το μυθιστόρημα έχει στενή σχέση με την κοινωνικοπολιτική κριτική παράδοση της σουηδικής αστυνομικής λογοτεχνίας…

ΕΞΙ ΕΠΙ ΔΥΟ

Dahl 6X2Έξι  επί Δύο (Inland)

του Arne Dahl (μτφ. Γρ. Κονδύλης)

Μεταίχμιο, 2019

 

Πριν από έναν περίπου χρόνο τελείωνα το σημείωμα για το ‘Επτά μείον Ένα’ (βλ. εδώ), γράφοντας ότι «αποτελεί μία εξαιρετική εισαγωγή στη νέα σειρά του Νταλ, ένα βιβλίο που καθηλώνει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα και τον αναγκάζει να περιμένει με αγωνία το επόμενο». Ήλθε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου και πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το «Έξι επί δύο», δεύτερο βιβλίο της τετραλογίας του Σαμ Μπέργερ και της Μόλι Μπλουμ.

 

Μία απελπισμένη γυναίκα, στα όρια της παράνοιας, που πιστεύει ότι την παρακολουθούν στο παλιό σπίτι της στη μέση του πουθενά, γράφει ένα γράμμα με παραλήπτη τη Ντεζιρέ «Ντίαρ» Ρούσενκβιστ, πρώην συνάδελφο του Σαμ Μπέργερ και νυν αρχιεπιθεωρήτρια στην Εθνική Διεύθυνση Επιχειρήσεων. Στο γράμμα αναφέρεται μία λεπτομέρεια, γνωστή μόνο στην αστυνομία (και τον δράστη), από μια παλιά υπόθεση δολοφονίας, την οποία είχαν αντιμετωπίσει η Ντεζιρέ και ο Σαμ στην αρχή της καριέρας τους. Έτσι, η Ντίαρ αποφασίζει να ασχοληθεί ανεπίσημα με το γράμμα και να αναθέσει στον Σαμ και τη Μόλι, ως ιδιωτικούς ερευνητές πια, να ανακαλύψουν τι συμβαίνει.

Οι τελευταίοι βρίσκονται ήδη στην απομακρυσμένη σουηδική Λαπωνία, ζουν σε άσχημες συνθήκες και μένουν σε καλυβόσπιτα χωρίς δυνατότητες επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο, καταζητούμενοι από την Υπηρεσία Ασφαλείας για τη δολοφονία μιας συναδέλφου τους.

Ο Σαμ και η Μόλι συνεργάζονται με τη Ντίαρ σε έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο, προσπαθώντας, παρά τα ελλιπή και κρυμμένα στοιχεία, να βρουν απαντήσεις. Όμως, δεν ξέρουν ακόμη τις διαστάσεις που έχει η υπόθεση, και ότι καθώς πλησιάζουν την αλήθεια γίνονται οι ίδιοι θηράματα.

Μέσα στο σκοτεινό και παγωμένο σκηνικό (το χιόνι κυριαρχεί και σχεδόν το αισθάνεσαι, όπως τη βροχή στο πρώτο βιβλίο της σειράς) δοκιμάζονται και οι σχέσεις των κεντρικών χαρακτήρων. Ο Σαμ δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του, και έχει συνέχεια το ενοχλητικό συναίσθημα ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί τη Μόλι, ενώ τα κενά στη μνήμη του κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την κατάσταση.

 

Αυτό το βιβλίο, εξαιρετικά μεταφρασμένο από τον Γρηγόρη Κονδύλη, είναι το τελευταίο (στα ελληνικά) δείγμα της λογοτεχνικής δεξιότητας του Νταλ που συνδυάζει τις πιο απρόσμενες ανατροπές με ηθικά αμφιλεγόμενα ζητήματα σχετικά με την εμπιστοσύνη και την ενοχή. Ένα μυθιστόρημα στο οποίο τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται, η ανακάλυψη μικρών λεπτομερειών γίνεται σιγά-σιγά και ενισχύει τη δυσπιστία των χαρακτήρων, τα παραπλανητικά στοιχεία είναι πολλά, η δράση καταιγιστική, και η αγωνία κορυφώνεται σελίδα με τη σελίδα.

Όμως ο Νταλ δεν είναι μόνο μετρ της ευφυέστατης, πολυσύνθετης πλοκής. Δημιουργεί και αναπτύσσει αριστοτεχνικά συναρπαστικούς, πολυεπίπεδους χαρακτήρες, καταδύεται στον εσωτερικό κόσμο τους καθώς βρίσκονται συντετριμμένοι σε ζοφερή ατμόσφαιρα και σε ακραίες συνθήκες, και περιγράφει τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές τους, απέναντι στα γεγονότα.

Το «Έξι επί δύο» είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με κρατημένη ανάσα και ο Νταλ ένας από τους πραγματικά σπουδαίους σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας.

 

 

(Σημαντικό) Υ.Γ: Διαβάστε το, αφού έχετε διαβάσει το πρώτο της σειράς.

ΕΠΤΑ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ

7-1Επτά μείον Ένα (Utmarker)

του Arne Dahl (μτφ. Γρ. Κονδύλης)

Μεταίχμιο, 2018

 

Καταρχάς πρέπει να ομολογήσω ότι ο Dahl είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ένας από τους πρώτους που διάβασα όταν άρχισα να ασχολούμαι με τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία. Περίμενα να ολοκληρωθεί και στα ελληνικά η σειρά με την ομάδα OpCop για να δω τι θα γίνει τελικά με τους γνωστούς μας κεντρικούς χαρακτήρες. Έτσι, τα αισθήματα ήταν ανάμεικτα όταν έμαθα πως θα κυκλοφορήσει το «Επτά μείον ΄Ένα», το πρώτο μυθιστόρημα μίας νέας σειράς με διαφορετικούς ήρωες. Ωστόσο, με τις πρώτες σελίδες ένιωσα όπως όταν θέλεις να δεις κάποιους παλιούς φίλους και να μάθεις τα νέα τους, αλλά οι καινούριες γνωριμίες είναι τόσο ενδιαφέρουσες, που σε κάνουν να μεταθέσεις αυτή τη συνάντηση. Νομίζω ότι διαβάζοντας το βιβλίο θα καταλάβετε το γιατί…

Ο ντετέκτιβ Σαμ Μπέργερ έχει αναλάβει την υπόθεση της 15χρονης Έλεν που έχει εξαφανισθεί πριν από τρεις εβδομάδες. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, είναι ο μόνος από την ομάδα αστυνομικών που καταφέρνει να βρει ένα στοιχείο, ένα μικροσκοπικό γρανάζι από ρολόι, στην εγκαταλειμμένη σκηνή του εγκλήματος. Το εύρημα δημιουργεί στον Σαμ την υποψία ότι ο δράστης αφήνει ένα μήνυμα μόνο γι’ αυτόν. Φαίνεται να είναι πεπεισμένος ότι ο απαγωγέας είναι ένας κατά συρροήν δολοφόνος, αλλά δεν μπορεί να πείσει τον προϊστάμενό του, που επιμένει ότι αυτό το είδος εγκληματία δεν υπάρχει στη Σουηδία. Μετά από επίπονη και επίμονη έρευνα, κάποια στοιχεία της οποίας κρατάει κρυφά ακόμη και από τους στενούς συνεργάτες του, ανακαλύπτει ότι μία γυναίκα μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην υπόθεση. Όταν η γυναίκα αυτή προσάγεται για ανάκριση, προκύπτουν σημαντικά ερωτήματα: ποια είναι στην πραγματικότητα, πώς εμπλέκεται στην απαγωγή και τι σχέση έχει με τον δράστη και το παρελθόν του Μπέργερ;

Από αυτό το σημείο αρχίζει μια σειρά ιδιαίτερα έξυπνων ανατροπών που καταρρίπτουν όσα ο αναγνώστης θεωρεί κάθε φορά ως δεδομένα και, σε συνδυασμό με τον καταιγιστικό ρυθμό της πλοκής, δημιουργούν ένα μυθιστόρημα που κόβει την ανάσα. Δεν ξέρεις ποιον από τους ήρωες μπορείς να «εμπιστευτείς» και τι έχει πραγματικά συμβεί.

Ο Σαμ και η Μόλυ, οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του Νταλ, η αγωνία και οι δαίμονές τους, καθώς και η σχέση μεταξύ τους, που αποκαλύπτεται σταδιακά, περιγράφονται αριστοτεχνικά. Οι διάλογοι, που σε κάποια σημεία φαίνεται να υποκαθιστούν τη δράση, είναι ιδιαίτερα ζωντανοί και γεμάτοι ένταση. Σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα παίζουν ο χρόνος, που κυλά δραματικά γρήγορα (σχεδόν ακούς το τικ-τακ των ρολογιών, που έχουν ιδιαίτερη σημασία) και συμβάλλει στον αγωνιώδη, εξοντωτικό μερικές φορές, ρυθμό, και η σχεδόν συνεχής βροχή, άλλοτε ψιχαλητό και συχνότερα νεροποντή, που δημιουργεί μία ακόμη πιο σκοτεινή, «υγρή» ατμόσφαιρα.

Το «Επτά μείον Ένα» αποτελεί μία εξαιρετική εισαγωγή στη νέα σειρά του Dahl, ένα βιβλίο που καθηλώνει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα και τον αναγκάζει να περιμένει με αγωνία το επόμενο (στη Σουηδία έχουν κυκλοφορήσει δύο ακόμη βιβλία της σειράς). Συνιστάται θερμά σε όσες/ους αγαπούν το καλό αστυνομικό μυθιστόρημα.

 

*Ευχαριστώ τις εκδόσεις «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ» για το αντίτυπο του βιβλίου.